Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Γιατί είναι εσφαλμένη η συνεξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Λογοτεχνία στο Λύκειο


Γιατί είναι εσφαλμένη η συνεξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Λογοτεχνία στο Λύκειο

   Σύμφωνα με το νέο προτεινόμενο σχέδιο νόμου για την εισαγωγή στα ΑΕΙ το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας της Γ΄ Λυκείου, όπως το ξέραμε με περίληψη δοσμένου κειμένου (άρθρου ή δοκιμίου), ερωτήσεις κατανόησης, λεξιλογικές, υφολογικές, δομής, τρόπων πειθούς και ανάπτυξης παραγράφων και η παραγωγή λόγου δηλαδή η έκθεση, αλλάζουν και περιορίζονται σημαντικά ως προς το εύρος τους γιατί προβλέπεται παράλληλα και η εξέταση αποσπάσματος αδίδακτου κειμένου λογοτεχνικού, ποιητικού ή πεζού. Το σχετικό παράδειγμα της παράλληλης και ταυτόχρονης εξέτασης των δύο μαθημάτων, Γλώσσας και Λογοτεχνίας αντιγράφουμε από την Κύπρο, που το εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια με αμφιλεγόμενα όμως αποτελέσματα. Ο τρόπος αυτής της εξέτασης εφαρμόστηκε ήδη για πρώτη φορά στα ΕΠΑΛ φέτος το 2018 στις Πανελλαδικές εξετάσεις, και εφαρμόζεται τα τελευταία δύο χρόνια στο Γυμνάσιο.

  Αρχικά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά μαθήματα, με διαφορετική μέθοδο διδασκαλίας κι εξέτασης και εντελώς διαφορετική διδακτική πρόθεση, σύμφωνα και με το αναλυτικό τους πρόγραμμα, όπως αυτό περιγράφεται στο αντίστοιχο Φ.Ε.Κ. Οπότε η παράλληλη εξέτασή τους εγείρει θέματα παιδαγωγικής ορθότητας ή και επιστημολογικής εγκυρότητας. Και εξηγούμαι: 

Α.  Η εμπειρία από την παράλληλη εξέτασή τους και στις τρεις τάξεις στο Γυμνάσιο -ως τώρα- δεν γεννά την αισιοδοξία ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει και για τα δύο μαθήματα. Δεν ευνοεί, ούτε αναβαθμίζει διδακτικά κανένα από τα δύο. Περισσότερο συσκοτίζει την κρίση των μαθητών και ευνοεί την τυπική αποστήθιση από βοηθήματα και λιγότερο καλλιεργεί την ελεύθερη σκέψη και τη φαντασία τους. Η θεωρία της λογοτεχνίας δεν είναι γνωστή, ούτε τα παιδιά έχουν κατανοήσει επαρκώς ειδικούς όρους ερμηνευτικούς, αφηγηματικούς, υφολογικούς, ούτε ποιητικές σχολές και τεχνοτροπίες ώστε και να εξετάζονται όλα αυτά και να είναι αντιπροσωπευτική η εξέταση αυτή. Η συνεξέταση της Γλώσσας και Λογοτεχνίας αυξάνει αναίτια το άγχος σε μικρούς μαθητές στο τέλος, λόγω και του υπερβολικού όγκου εξεταστέας ύλης, ενώ η τρίωρη εξέταση του μαθήματος στο Γυμνάσιο θεωρείται ιδιαίτερα κουραστική. Δεν υπήρχε άλλωστε και επαρκής προετοιμασία ενημέρωσης στους συναδέλφους με ειδικά σεμινάρια ή ενδεικτική τράπεζα θεμάτων ώστε να εξοικειωθούν όλοι με τη νέα μέθοδο διδασκαλίας και εξέτασης. Ούτε προέκυψε αυτή η αλλαγή έπειτα από διάλογο με τους φιλολόγους της τάξης, τους Συνδέσμους Φιλολόγων, την Π.Ε.Φ κλπ. ούτε υπάρχουν αντίστοιχα σχολικά εγχειρίδια προσαρμοσμένα σ’ αυτό το είδος παράλληλης εξέτασης Λογοτεχνίας και Γλώσσας. Οι περισσότεροι φιλόλογοι αιφνιδιάστηκαν και άρχισαν τις αναζητήσεις στο διαδίκτυο ή αυτοσχεδίασαν με βάση όσα ήξερε ή μπορούσε να καταλάβει ο καθένας. 

Β.  Η πρόθεση του Υπουργείου να καθιερώσει αυτόν τον τρόπο εξέτασης και στις Πανελλαδικές εξετάσεις των ΓΕΛ δε θα λύσει τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα στην αξιολόγηση των γραπτών των μαθητών, αντίθετα θα δημιουργήσει πολλά περισσότερα. Η βαθμολόγηση της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ήταν ίσως η πιο αμφιλεγόμενη και αυτή με τις περισσότερες αναβαθμολογήσεις, και χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ευθύνονταν οι βαθμολογητές, γιατί ήταν περισσότερο θέμα ερμηνείας (και τα βοηθήματα δε βοηθάνε) και εδώ χωράει πολλή συζήτηση για το «τι ήθελε να πει τελικά ο ποιητής…». Αυτός ήταν κι ένας λόγος άλλωστε που καταργήθηκε το μάθημα από τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα και το ερώτημα που γεννάται είναι πως θα είναι δυνατή η αντικειμενική αξιολόγησή του στο μέλλον, όταν μάλιστα θα συνεξετάζεται -μέσα σ’ ένα τρίωρο- με την επίσης αμφιλεγόμενη ως προς την αξιολόγησή της Έκθεση. 

Γ.   Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα της Νεοελληνικής Γλώσσας δε θεωρεί απαραίτητη την εξέταση της Περίληψης κειμένου, (αν και το αντίστοιχο ΦΕΚ την αναφέρει ενδεικτικά ως μια πιθανή δραστηριότητα, εντούτοις δεν εξετάστηκε στις πανελλαδικές των ΕΠΑΛ το 2018, ούτε και στις επαναληπτικές) και αφαιρεί την πιο σημαντική άσκηση κατανόησης του κειμένου, που φανερώνει και τη γλωσσική ικανότητα του μαθητή να αναδιατυπώνει τις απόψεις του συγγραφέα. Η περίληψη είναι απαραίτητη στην αξιολόγηση του μαθητή γιατί καταλαβαίνεις αν έχει ή δεν έχει κριτική και αφαιρετική ικανότητα και ταλέντο στη σύνθεση και τη διατύπωση ενός αυτοτελούς κειμένου 100 -120 λέξεων, που είναι και η σύνοψη των σημαντικών πληροφοριών ή των θέσεων του συγγραφέα. Η περίληψη ήταν το ¼ της συνολικής επίδοσης με 25 μονάδες και η δεύτερη σε σημασία μετά την παραγωγή λόγου (40 μονάδες). Μετά δε και την αφαίρεση της ερμηνευτικής ερώτησης ή τον σχολιασμό μιας άποψης του συγγραφέα (τρίτη σε βαθμό δυσκολίας ερώτηση με 10 μονάδες) τα τελευταία χρόνια και την αντικατάστασή της με μια απλή ερώτηση Σωστού ή Λάθους, η εξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας περιφρονεί κι άλλο την κριτική άποψη και ικανότητα σύνθεσης αποδεικτικού λόγου του μαθητή, καθώς του δίνει «έτοιμη λύση» μέσα από το κείμενο, αρκεί αυτός να ξέρει να διαβάζει και να καταλαβαίνει στοιχειωδώς. 

Δ.  Η νέα «παραγωγή λόγου», η Έκθεση δηλαδή, που ζητείται να γράψουν οι μαθητές, σύμφωνα με το νέο αναλυτικό πρόγραμμα, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 250 λέξεις. Ενώ πριν τους ζητούσαμε να γράψουν 600 λέξεις, δηλαδή δυόμιση σελίδες τουλάχιστον, τώρα τους λέμε να γράψουν 250 λέξεις, δηλαδή δυόμιση παραγράφους! Και το ερώτημα είναι γιατί; Με ποιο σκεπτικό άραγε γίνεται αυτό; Τί σόι παραγωγή λόγου είναι αυτή που δεν περνάει τη μισή σελίδα; Είναι δυνατόν ένας μαθητής να γράψει κείμενο με αναλυτική σκέψη, ερμηνεία και κρίση, να διατυπώσει τις απόψεις του με επιχειρήματα ή να αναφέρει και τεκμήρια σε 250 λέξεις; Είναι δυνατό να χρησιμοποιήσει περιγραφή ή αφήγηση ή μεταφορικό λόγο και αυθεντίες ή να γράψει πρόλογο ή επίλογο και κανονική παράγραφο σύμφωνα και με τη θεωρία μόνο με 250 λέξεις; Και αν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει όλους αυτούς τους τρόπους πειθούς κι ανάπτυξης και τα εκφραστικά μέσα τότε γιατί του τα διδάσκουμε; Γιατί τον παιδεύουμε; Ποιος είναι ο σκοπός του μαθήματος της Έκθεσης τελικά; Μήπως να γράφουν οι μαθητές ένα απλό «διάγραμμα» ή «σχεδιάγραμμα», χωρίς καμιά εμβάθυνση ή ανάλυση, χωρίς κριτική άποψη με ουσιαστικές προτάσεις και καμιά πρωτοτυπία; Το βλέπουμε όλο και πιο συχνά όσοι βαθμολογούμε στις πανελλαδικές· εκθέσεις σχεδιαγράμματα και περιλήψεις χωρίς πληροφορίες. Αφόρητη τυπολογία και ρηχή επιχειρηματολογία, εντελώς αναμενόμενη. 

Ε.  Το άγνωστο λογοτεχνικό κείμενο που θα κληθούν οι μαθητές να επεξεργαστούν και να το σχολιάσουν ερμηνευτικά, δεν είναι σίγουρο ότι θα το κατανοούν κιόλας, αν αγνοούν τον λόγο για τον οποίο γράφτηκε, την εποχή του και το ιδιαίτερο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιβάλλον που το γέννησε ή την ιδεολογία και τις προθέσεις ή ακόμα και την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα που το έγραψε. Αν δεν τα γνωρίζουν όλα αυτά θα οδηγηθούν σε εικασίες και πιθανόν σε παρερμηνείες. Και μη μου πείτε ότι θα υπάρχει εισαγωγικό σημείωμα να τους πληροφορεί σχετικά, αυτό βεβαίως και δε θα’ ναι αρκετό. Οπότε η εξέταση της λογοτεχνίας θα κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την τύχη, αν δηλαδή έχεις μελετήσει την εποχή και ξέρεις αρκετά στοιχεία για τον συγγραφέα και το έργο του, διαφορετικά την πάτησες. 

ΣΤ΄.  Ένας αντίλογος ακόμα για την παράλληλη εξέταση της Λογοτεχνίας με τη Γλώσσα είναι το ότι δεν μπορείς να απαιτείς από μαθητές που είναι προσανατολισμού Θετικών σπουδών ή Οικονομίας και Πληροφορικής να σου γράψουν για την οπτική γωνία ή τον χαρακτήρα του ήρωα ή τις τεχνικές αφήγησης και τα «κειμενικά συμφραζόμενα» (sic) ή τα ποιητικά σύμβολα και να κριθεί από αυτά η εισαγωγή τους στο Πολυτεχνείο, τις Ιατρικές, τις Οικονομικές και λοιπές σχολές. Αυτά αφορούν κυρίως τις ανθρωπιστικές σπουδές του 1ου πεδίου, τους υποψήφιους φιλολόγους δηλαδή, (που θα τα διδαχτούν αναλυτικά εννοείται και στη σχολή τους για να τα διδάξουν κιόλας) και δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο για τους υποψηφίους όλων των υπόλοιπων πεδίων, (που μπορεί και να μην τους αρέσει η λογοτεχνία) να πετύχουν την εισαγωγή στη σχολή της αρεσκείας τους. Η λογοτεχνία δεν είναι σαν τη γλώσσα που οι υποψήφιοι φοιτητές υποχρεούνται να την ξέρουν καλά και να τη χειρίζονται σωστά στις διάφορες μορφές της, ανάλογα και με τις απαιτήσεις του προφορικού ή γραπτού λόγου. 

Ζ.  Η παραγωγή λόγου, που προβλέπεται και στη Λογοτεχνία, δε θα πρέπει να ξεπερνά τις 150 λέξεις -σύμφωνα με την εγκύκλιο- που σημαίνει ότι κι εδώ μπαίνει ένας φραγμός στη σκέψη, την αναλυτική ερμηνεία ή τη διατύπωση αιτιολογημένης κρίσης για τον ήρωα και τα συναισθήματά του ή τις επιλογές της ζωής του, γεγονός που αντίκειται στη θεωρία της λογοτεχνίας και τη διδακτική αξιοποίηση των κειμένων της ποίησης και της πεζογραφίας. Δεν μπορείς να περιορίζεις την ερμηνευτική ανάλυση ή τον αιτιολογημένο αξιολογικό χαρακτηρισμό προσώπων και πράξεων σε 150 λέξεις μόνο και βέβαια δεν μπορείς να δεσμεύεις τα συναισθήματα ή τη φαντασία των μαθητών σε μια λογικά τυπική ή ενδεικτική απάντηση, αναμενόμενη ως επί το πλείστον. Επομένως η λογοτεχνία έτσι όπως εξετάζεται δεν περικλείει τιμή για την ίδια, δεν θα είναι λογοτεχνική η ανάλυση, αλλά άλλη μια μηχανιστική αναπαραγωγή λόγου προσαρμοσμένη στη λογική των πανελλαδικών όπως και οι περισσότερες εκθέσεις που διαβάζουμε στα βαθμολογικά. 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: 

Α.  Είναι σίγουρο ότι η Νεοελληνική Γλώσσα, ως πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, χρειαζόταν κάποιες αλλαγές, αλλά όχι αυτές που προτείνονται -και με τον τρόπο που προτείνονται- από το ΙΕΠ. Δε θα κάνει το μάθημα ελκυστικότερο η Λογοτεχνία, το αντίθετο μάλλον οι μαθητές μπορεί στο τέλος να μισήσουν και τα δύο. Η Γλώσσα πρέπει να παραμείνει Γλώσσα, δηλαδή με Περίληψη (120 λέξεις) και Παραγωγή Λόγου (600 λέξεις τουλάχιστον) ως βασική εξέταση που θα αποδεικνύει την ικανότητα του μαθητή στο γράψιμο. Πρέπει απλώς να εμπλουτιστούν τα κείμενα που διδάσκονται οι μαθητές, οπότε πρέπει να αποσυρθούν τα παλιά βιβλία και να μπουν νεότερα και πιο σύγχρονα κείμενα με πιο ελεύθερη θεματολογία. Γι’ αυτό πρέπει να καταργηθούν και οι «Θεματικοί Κύκλοι» των τριών τάξεων ώστε να μην υπάρχει η συνήθης αναπαραγωγή από φροντιστήρια -κάθε είδους- «έτοιμης γνώσης» σε δοσμένα θέματα και βεβαίως τα θεωρούμενα SOS με τα διάφορα «σχεδιαγράμματα», που σκοτώνουν τη σκέψη και αφαιρούν όλο τον αυθορμητισμό και την ελευθερία της έκφρασης των μαθητών. 

Β. Οι ερωτήσεις κατανόησης Σωστού ή Λάθους μπορούν να γίνουν πιο σύνθετες και να μην είναι απλή μεταφορά φράσεων από το κείμενο και τόσο εύκολη η απάντησή τους.

Οι λεξιλογικές ερωτήσεις (συνώνυμα- αντώνυμα) πρέπει να είναι σαφώς πιο απαιτητικές και για πιο σπάνιες ή λόγιες λέξεις. Παράλληλα καλό θα ήταν να εξετάζεται και η ετυμολογία των λέξεων ή να ζητούνται και ομόρριζα απλά ή σύνθετα. 

Πρέπει να επανέλθουν οι ερωτήσεις τρόπων και μέσων πειθούς (που εξετάστηκαν τελευταία φορά το 2012). Τί νόημα έχει τότε η διδασκαλία τους αν δεν εξετάζονται; 

Η απόδοση ενός κυριολεκτικού ή μεταφορικού τίτλου ή και πλαγιοτίτλων στο δοσμένο κείμενο δεν ενδείκνυται ως ερώτηση γιατί οι μαθητές γράφουν λίγο πολύ τα ίδια και όλα θεωρούνται σωστά στο τέλος. 

Δεν είναι δυνατό να ζητάμε από μαθητές της Γ΄ Λυκείου να βρουν μόνο δύο ρήματα παθητικής φωνής (2018) ή δύο μεταφορές από το κείμενο. Είναι υποψήφιοι για το πανεπιστήμιο ας μην το ξεχνάμε…

Εκφράζω την προσωπική άποψη και αγωνία μου για τη Γλώσσα, που ξέρω ότι συμμερίζονται και πολλοί συνάδελφοί μου, με το δικαίωμα που μου δίνει η εμπειρία 28 χρόνων στην τάξη και με την ελπίδα να αλλάξει κάτι. 

                                                                                 Ευχαριστώ για την υπομονή σας.
                                                                       Απόστολος Παπατσίρος, 1ο ΓΕΛ. ΣΠΑΡΤΗΣ

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η στρέβλωση της πολιτικής ορθότητας


Η στρέβλωση της πολιτικής ορθότητας                                Παπατσίρος Απόστολος 
                                                                                                              φιλόλογος

    Ο όρος πολιτική ορθότητα (politically correct) είναι μια πολιτική αντίληψη και ιδεολογία για τον έλεγχο της δημόσιας έκφρασης των ανθρώπων δια νόμου και την υποχρεωτική συμμόρφωσή τους σε κανόνες δεοντολογίας και κυρίως ορολογίας, που θεωρούνται «πολιτικά ορθοί». Αφορά ένα σύνολο λέξεων που μπορεί να θεωρηθούν προκλητικές, ίσως και προσβλητικές για κάποιους ή απλά προβληματικές και ανεπιθύμητες από κάποιους άλλους, για τους δικούς τους λόγους, οπότε προτείνεται η αντικατάστασή τους από άλλες πιο ήπιες, ουδέτερες και αποδεκτές. Η αντικατάστασή τους αυτή δε θα πρέπει να γίνεται όμως απ’ τον καθένα προαιρετικά, αλλά απ’ όλους υποχρεωτικά και «επί ποινή», αν κάποιος «δε συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις». 

   Το απαύγασμα αυτής της «πολιτικής ορθότητας» είναι ο δικός μας αντιρατσιστικός νόμος, που προβλέπει ποινές για όποιον προκαλεί το μίσος ή ενδεχομένως υποκινεί τη ρατσιστική βία με τις απόψεις του, αρνείται γενοκτονίες, ολοκαυτώματα, εγκλήματα κ.α ή διατυπώνει απαξιωτικές κρίσεις για ανθρώπους με διαφορετική θρησκεία, φυλετική ή εθνική καταγωγή, κοινωνική προέλευση, σεξουαλική ταυτότητα κ.λ.π. έτσι ώστε να αποτραπεί η «ρητορική του μίσους» ή η «εχθροπάθεια». Δηλαδή απαγορεύεται να πεις κάποιον άνθρωπο που ανήκει στη μαύρη φυλή, μαύρο. Θα τον πεις «έγχρωμο» ή «Αφροαμερικανό», αν είναι, αλλά όχι μαύρο. Εννοείται βέβαια πως δε θα τον πεις ποτέ αράπη, νέγρο ή μιγά. Απαγορεύεται να πεις λαθρομετανάστης, θα πεις «παράτυπος μετανάστης». Κι ας λέμε κανονικά λαθρέμπορος, λαθρεπιβάτης, λαθροκυνηγός, λαθροθήρας, λαθρόβιος, λαθραναγνώστης κ.α. Ο «λαθρομετανάστης» είναι η εξαίρεση. Δε θα πεις τον αθίγγανο, γύφτο, αλλά ρομά, γιατί μπορεί να παρεξηγηθεί. Και ας έγραψε ο Παλαμάς τον «Δωδεκάλογο του γύφτου» ή ο Μανώλης Ρασούλης με τον Νίκο Ξυδάκη την «Εκδίκηση της γυφτιάς». Ποιητική αδεία θα σου πουν. Δε θα πεις τον άεργο, τεμπέλη, αλλά «μακροχρόνια άνεργο». Έτσι και ο μισθός πείνας τώρα βαφτίστηκε «υποκατώτατος (!) μισθός», ενώ η περικοπή των συντάξεων μετονομάστηκε σε «αναπλαισίωση» και πάει λέγοντας. Αν μη τι άλλο αυτές οι "επιτροπές σοφών" που τα εισηγούνται όλα αυτά έχουν πολλή φαντασία και ελάχιστη ντροπή, γιατί ασχολούνται μόνο με τους τύπους και χάνουν την ουσία παίζοντας με τις λέξεις και αγνοώντας τα πραγματικά προβλήματα των ανθρώπων.

     Η θεωρία της «πολιτικής ορθότητας», ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ευπρεπίζει και ίσως εξευγενίζει τον λόγο, δεν παύει να είναι ένας νομικός ανορθολογισμός γιατί ποινικοποιεί τις σκέψεις ή τα λόγια των ανθρώπων, το αυτονόητο φυσικό αγαθό και ηθικό τους δικαίωμα έκφρασης γνώμης χωρίς αθέλητους περιορισμούς. Στον νομικό μας πολιτισμό αδίκημα γνώμης δεν υφίσταται -ποινικές είναι οι πράξεις- οπότε και η ελευθερία της έκφρασης δε θα πρέπει ν’ αμφισβητείται από κανέναν. Δεν μπορεί να φοβάσαι να πεις τη γνώμη σου μήπως και παραβείς τον «αντιρατσιστικό νόμο» και βρεθείς ξαφνικά κατηγορούμενος και απολογούμενος στα δικαστήρια. Αυτό λέγεται φίμωση και προληπτική λογοκρισία. Πρόσφατα (2018) πήρε μεγάλη δημοσιότητα η περίπτωση της συγγραφέως Σώτιας Τριανταφύλλου, η οποία δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε ευτυχώς, για την «πρόκληση ισλαμοφοβίας» από δημοσιευμένο άρθρο της, μετά από την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά που κατατέθηκε εναντίον της. Και στη Γαλλία δικάστηκε δημοσιογράφος γιατί εξέφρασε την άποψη ότι οι περισσότεροι έμποροι ναρκωτικών στη χώρα του είναι μαύροι και Άραβες. Το εξωφρενικό της υπόθεσης είναι ότι οι εισηγητές και οι υπέρμαχοι της θεωρίας για την «πολιτική ορθότητα» θεωρούνται και υπέρμαχοι ή ακτιβιστές για τα δικαιώματα του ανθρώπου κι επικαλούνται τους δημοκρατικούς αγώνες τους στο παρελθόν. Ο τέλειος παραλογισμός! Από ιδεολόγος αγωνιστής της δημοκρατίας και του κοινωνικού φιλελευθερισμού, διώκτης του ελεύθερου πνεύματος και λογοκριτής. 

    Το πιο εξωφρενικό όμως -και υποκριτικό ταυτόχρονα- είναι να σε εγκαλούν για παράβαση του νόμου ή και να σε απειλούν με μηνύσεις πολιτικά και άλλα πρόσωπα ή κόμματα και οργανώσεις, δημοσιογράφοι και λοιποί έμμισθοι κήρυκες της «πολιτικής ορθότητας», όταν οι ίδιοι εκφράζονται αγενώς και προκλητικά ή υποκινούν δημόσια και on camera το μίσος και τη βία εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους. Εκτός αν εκφράσεις του τύπου «γερμανοτσολιάδες», «δωσίλογοι», «τσακίστε τους φασίστες», «στα τέσσερα...», «εθνοπροδότες», «συμμορίτες», «βοθροκάναλα» κα. που ακούγαμε και στη βουλή ακόμα, δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του νόμου και δεν προκαλούν το μίσος των άλλων ή τον διχασμό του λαού. Είδαμε και ακούσαμε έκπληκτοι μεγαλόσχημο υπουργό της κυβέρνησης να προτρέπει οπαδούς «να λιντσάρουν δήμαρχο και ότι θα είναι μαζί τους» και έναν άλλο να αρνείται τη γενοκτονία των Ποντίων, την οποία έχει αναγνωρίσει η ελληνική βουλή, μιλώντας απλώς για «εθνοκάθαρση». Τότε γιατί δεν ίσχυσε ο νόμος για την «εχθροπάθεια»; Μήπως η «πολιτική ορθότητα» είναι τελικά για να ελέγχει τους αδύναμους και να παρηγορεί τους αφελείς; Ή να τιθασεύει μόνο τους αντιπάλους; Ή είναι μια «ωραία ιδέα» για να παριστάνουμε τους «προοδευτικούς»; 

    Όταν πρωτοδιάβασα τον όρο «εχθροπάθεια» δυσκολεύτηκα να μπω στο νόημα. Τι είναι αυτό που εκφράζει η «εχθροπάθεια» σκέφτηκα και δεν το εκφράζει το μίσος, η εχθρότητα, η έχθρα ή η μισαλλοδοξία; Άσε και που το επίθημα –πάθεια παραπέμπει σε έναν σωρό αρρώστιες (καρδιοπάθεια, αδενοπάθεια, δισκοπάθεια, ψυχοπάθεια κλπ). Τελικά κατάλαβα ότι είναι η «πολιτική ορθότητα» που μας υποβάλλει τον όρο από σεβασμό στους εχθρούς μας περισσότερο, πραγματικούς ή φανταστικούς και άσχετα με το τι πιστεύουν ή νιώθουν αυτοί για μας. Οπότε απαγορεύεται να πεις τους Τούρκους μπουνταλάδες γιατί μπορεί και να θυμώσουν ή απαγορεύεται να πεις τους Εβραίους Σιωνιστές, γιατί υποκινείς το μίσος εναντίον τους και ίσως τη βία, γι’ αυτό καλύτερα να σωπάσεις. Μην πεις Καλά Χριστούγεννα, γιατί δεν είναι όλοι χριστιανοί, αλλά Καλές γιορτές για να μη θιγεί το θρησκευτικό τους συναίσθημα. Μην πεις τίποτα για κανέναν μήπως και τον προκαλέσεις ή προκαλέσεις το μίσος των άλλων για αυτούς. Για αυτό και να φοβάσαι, μη μιλάς για να μην έχεις συνέπειες. 

  Η «πολιτική ορθότητα» γίνεται πλέον ενοχλητική και υποκριτική, και όχι μόνο για λόγους αισθητικούς. Γίνεται ενοχλητική όταν ξεφεύγει η ίδια από όρια της λογικής και της ευπρέπειας ή της σοβαρότητας. Γίνεται ενοχλητική όταν άλλοι σου λένε τι θα πεις και τι δεν πρέπει να ξαναπείς. Το είδαμε πρόσφατα κι αυτό, όταν η εισαγγελία του Αρείου Πάγου απέστειλε έκκληση στους εκπαιδευτικούς να μη χρησιμοποιούν τη λέξη «λαθρομετανάστες» αλλά «παράτυπα εισερχόμενα στη χώρα άτομα». Πάλι καλά που δεν ήταν και διαταγή. Και λες, καλά τόση βία υπάρχει γύρω μας, τόσες ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές, δολοφονίες, επιθέσεις, τόσα οργανωμένα επεισόδια και έκτροπα, τόση αναρχία και παραλυσία. Γιατί δεν ασχολούνται μ’ αυτά οι εισαγγελείς; Εκεί δεν είναι υποκριτική η «πολιτική ορθότητα»; Άσε που λένε μετά στις ειδήσεις: «ο φερόμενος ως δράστης του στυγερού εγκλήματος ή της ληστείας», ενώ αυτός έχει ήδη ομολογήσει ή συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, για να προστατευτεί κιόλας. Και για να μη μείνει αναπάντητο ο όρος λαθρομετανάστης (από το λάθρα που σημαίνει κρυφά και μετανάστης) είναι κυριολεκτικός στο βαθμό που περιγράφει μια συγκεκριμένη επιλογή - συμπεριφορά ανθρώπων να μην εισέλθουν νόμιμα σε μια χώρα, αλλά κρυφά τη νύχτα ή πληρώνοντας ακόμα και δουλεμπόρους διακινητές της ανθρώπινης δυστυχίας. Ο όρος υπάρχει για να τους διαχωρίζει από τους νόμιμους μετανάστες, τους αιτούντες κανονικά άσυλο, που έχουν ταυτότητα με όνομα, ηλικία, χώρα προέλευσης κλπ. και τυγχάνουν των ευεργετικών διατάξεων του νόμου με την έκδοση άδειας εισόδου, παραμονής και ασκήσεως εργασίας. Ο διαχωρισμός επομένως περιγράφει τη συμπεριφορά τους (λαθρομετανάστευση και παράνομη διακίνηση) και όχι τα ίδια τα πρόσωπα.     

   Την επιβολή αυτής της «πολιτικής ορθότητας» την ξαναείδαμε και με τον υποτιθέμενο «σεξισμό στη γλώσσα», (όπως έχω ξαναγράψει), αφού θεωρείται ως πειθαρχικό παράπτωμα λέει η «χρήση σεξιστικής γλώσσας» αν δε διαχωρίζεις τα γραμματικά γένη στα δημόσια έγγραφα και έτσι μας υποδεικνύεται αρμοδίως η «νέα γραμματική» και το «νέο συντακτικό» της «πολιτικής ορθότητας» από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας. Δηλαδή από δω και πέρα θα μιλάμε και θα γράφουμε μόνο με ντιρεκτίβες. Ή δε θα μιλάμε και καθόλου για να χουμε και το κεφάλι μας ήσυχο. 

   Αυτή η οριοθέτηση και τακτοποίηση της γλώσσας είναι μια μορφή λογοκρισίας νόμιμη και φανερή. Αν δεν μπορούμε να πούμε τα πράγματα ως έχουν, με το όνομά τους δηλαδή, πόση ελευθερία έχουμε; Δε λέμε να μιλάει άσχημα κάποιος ή να βρίζει. Δε θεωρούμε την αθυροστομία ή την εν γένει αγένεια, που όλοι καταδικάζουμε, ελευθερία έκφρασης. Εκεί εμείς βάζουμε τα όρια μόνοι μας με την αγωγή και την παιδεία που έχουμε και δεν περιμένουμε κανέναν «σοφό» να μας σώσει με τον νόμο και τον φόβο της ποινής. Η «πολιτική ορθότητα» γι’ αυτό επαναφέρει το κράτος του φόβου ή την επιβολή της τάξης, ορίζοντας η ίδια τα όρια και τους όρους ευπρέπειας κανονιστικά, οριζόντια και απρόσωπα δηλαδή μαζικά, σαν ένα είδος «κοινωνικής μηχανικής». Αυτή η «ορθότητα» εξυπηρετεί την «παγκόσμια τάξη» της οικονομίας και της πολιτικής η οποία δε θέλει τους ανθρώπους «αντιδραστικούς», αλλά παθητικούς, ενοχικούς και πρόθυμους να την υπηρετήσουν στη σκιά του φόβου. Έτσι πειθήνιοι, περίφοβοι και αδρανείς δε θα μιλάνε ποτέ και δε θα κάνουν κριτική σε κανέναν, αλλά θα κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους για να μην τη χάσουν κι αυτή. 

  Το θεωρητικό υπόβαθρο της «πολιτικής ορθότητας» όμως δεν υπήρχε σε ευνομούμενες δημοκρατίες, όσο σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ήθελαν να ποδηγετούν τους λαούς τους με την «κομματική ορθότητα» και την πειθαρχία στην επίσημη γραμμή που χάραζε ο ηγέτης ή το κόμμα, για να ελέγχουν τα πάντα, ακόμα και τη σκέψη των ανθρώπων. Αυτό το σκοτεινό σκηνικό δηλαδή που περιγράφει ο Κάφκα στη «Δίκη» του και ο Όργουελ στο προφητικό «1984» που κυριαρχεί ο φόβος. Εκεί όλοι ευθυγραμμίζονται και υπακούν τυφλά στον νόμο, την εξουσία του κόμματος ή του Μεγάλου αδερφού. Αυτό το έργο τό ΄χουμε ξαναδεί. Γιατί να το ξαναζήσουμε; 

   Η «πολιτική ορθότητα» είναι ένας απλός ευφημισμός που δεν μπορεί να αλλάξει την ίδια την πραγματικότητα και τα πρόσωπα ή τις ομάδες που προστατεύει. Με την αοριστία της ή την υπερβολή της σε ορισμένες περιπτώσεις κρύβει την αλήθεια και συσκοτίζει την κρίση δημιουργώντας σύγχυση και περισσότερα προβλήματα ίσως από αυτά που υποτίθεται ότι επιλύει, ιδίως όταν σέρνει άδικα στα δικαστήρια ανθρώπους προπαντός που τολμούν να λένε φανερά ότι διαφωνούν. Σίγουρα προστατεύει ευπαθείς ομάδες και αμβλύνει στερεότυπα και διακρίσεις εις βάρος τους, αλλά μην είμαστε και τόσο βέβαιοι πάντα για τις αγαθές της προθέσεις και για τα «νόμιμα μέσα» που χρησιμοποιεί. Η υπεραπλούστευση και οι γενικεύσεις της είναι το ίδιο επικίνδυνες με τους διάφορους σεξισμούς, ρατσισμούς, φασισμούς που υποτίθεται ότι πολεμάει. Και προπαντός τους φασισμούς.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

Η αρχή της ανεκτικότητας

 
                                                                                                          Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                                                      φιλόλογος
                                          Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 

   Στον σύγχρονο ανοικτό και διεθνοποιημένο ορίζοντα με τις ελεύθερες μετακινήσεις πληθυσμών στις ποικιλόμορφες κοινωνίες της Δύσης, οι άνθρωποι έμαθαν να ζουν με την ανασφάλεια που γεννούν οι ξενοφοβικές τάσεις και η παράλογη βία κατά μεταναστών. Το μόνο παρήγορο σημάδι σ’ αυτή τη δυσμενή κατάσταση είναι η προβολή του αιτήματος της ανεκτικότητας, τόσο από διεθνείς οργανισμούς και ανθρωπιστικές οργανώσεις ανά τον κόσμο, όσο κι από πιο ψύχραιμες φωνές στο εσωτερικό των κοινωνιών αυτών. Ωστόσο αυτή η αρχή της ανεκτικότητας δεν είναι μια καινούργια ιδέα, ούτε προέκυψε έτσι ξαφνικά, τώρα που γίναμε ξενοφοβικοί, ούτε αφορά μόνο διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς, αντίθετα ως αρετή θεωρείται διαχρονική και εκφράζει όλο το φάσμα των ανθρώπινων σχέσεων. 

ΟΡΙΣΜΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ: 

   Ανεκτικότητα σημαίνει αποδοχή της διαφορετικότητας και των δικαιωμάτων του άλλου. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα ανέχομαι κι εκφράζει αυτή ακριβώς τη διάθεση να σεβόμαστε τους άλλους και να μην περιορίζουμε τις δυνατότητες ή τις ελευθερίες, που τους δίνει ο νόμος ή η ίδια η φύση της ζωής. Ως έννοια πηγάζει από το παρελθόν και τις πλούσιες πηγές ανθρωπιστικής σοφίας των λαών της ανατολής, του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου, υπάρχει στο κήρυγμα αγάπης του χριστιανισμού  κι εμπνέει όλα τα νεότερα στοχαστικά κοινωνικά κινήματα στο δυτικό κόσμο, όπως ο ουμανισμός της Αναγέννησης, η θρησκευτική Μεταρρύθμιση και ο Διαφωτισμός. 

   Η ανεκτικότητα προς τους διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς υπήρχε σε όλες τις μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες της ιστορίας, από την ανάγκη πολιτικής επιβίωσης και διοίκησης του αχανούς κράτους, αλλά και ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπων διαφορετικών εθνοτήτων. Από την αρχαία περσική αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, με τις είκοσι σατραπείες, που ήταν αυτόνομες μεν, αλλά φόρου υποτελείς δε στον Μεγάλο Πέρση Βασιλέα, έως και την οθωμανική αυτοκρατορία, όπου συμβίωναν -με διακριτές ελευθερίες- διαφορετικές εθνότητες, όπως Έλληνες, Πόντιοι, Αρμένιοι, Αρβανίτες, Εβραίοι, Σέρβοι, Βλάχοι κ.α κάτω από την εξουσία της υψηλής Πύλης. 

   Τα πράγματα όμως άλλαξαν, όταν μετά τους εθνικούς αγώνες ανεξαρτησίας των περισσότερων λαών κατά τον 18ο-19ο αιώνα δημιουργήθηκαν τα νεότερα κράτη, τα οποία και οριστικοποίησαν τα σύνορά τους τον 20ο αιώνα, μετά τους δύο Παγκοσμίους πολέμους. Παράλληλα όμως με την ¨εθνική ιδέα¨ των λαών σφυρηλατήθηκε και το αίτημα της εθνικής κυριαρχίας, που θα πήγαζε από την εθνική ομοιογένεια ή και τη φυλετική ¨καθαρότητα¨ της σύνθεσης τους, οπότε οι κάθε λογής διαφορετικοί πληθυσμοί τέθηκαν στο περιθώριο και υφίσταντο διακρίσεις ή και συνεχείς διώξεις. Η διάδοση των ρατσιστικών θεωριών κατά τον 19ο αιώνα και η άνοδος του εθνικισμού-φασισμού κατά τον 20ο αιώνα με την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων, επέτειναν το αδιέξοδο στις σχέσεις διαφορετικών λαών, που συμβίωναν στο ίδιο κράτος προκαλώντας άλλοτε διώξεις, όπως πογκρόμ εναντίον Εβραίων και άλλοτε ¨εμφύλιες¨ συγκρούσεις, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία. 

Η ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ: 

1) Σε ατομικό επίπεδο ο άνθρωπος αναγνωρίζει την ανάγκη να συνυπάρξει αρμονικά με τους άλλους και αντιμετωπίζει με σύνεση, ηρεμία και ψυχραιμία διάφορα ζητήματα και δυσάρεστες καταστάσεις της καθημερινότητάς του, που διαφορετικά θα του προκαλούσαν ένταση ή θυμό. Αντιλαμβάνεται τις ιδιαίτερες ανάγκες και τις επιθυμίες των άλλων και εκφράζει τη διάθεση κατανόησης αλλά και συνεργασίας μαζί τους, είτε αυτοί είναι οικεία πρόσωπα, είτε άλλοι ένοικοι της πολυκατοικίας, γείτονες, φίλοι, γνωστοί, συνεργάτες στη δουλειά ή και άγνωστοι στο δρόμο. 

2) Σε κοινωνικό επίπεδο αποφεύγονται οι ανώφελες αντιπαραθέσεις, οι λογομαχίες και γενικώς οι προστριβές που δυσκολεύουν τη συμβίωσή μας και διαταράσσουν την κοινωνική γαλήνη. Ο κάθε άνθρωπος, που θέλει να ενταχθεί ομαλά στην κοινωνική δραστηριότητα και να αναλάβει ρόλο ευθύνης, υιοθετεί ήπια στάση γενικώς και αποδέχεται όχι μόνο τις δικές του υποχρεώσεις, αλλά και τα δικαιώματα των άλλων, αυτά που και ο ίδιος αξιώνει για τον εαυτό του. Έτσι σέβεται το δικαίωμα του άλλου να έχει διαφορετικό τρόπο σκέψης, διαφορετική πολιτική ή άλλη ιδεολογία και ηθική άποψη για τη ζωή χωρίς να ενοχλείται γι αυτό και να τον αποστρέφεται ή να αντιδρά βίαια εις βάρος του. 

3) Η ανεκτικότητα έναντι των ξένων ή όσων έχουν εντελώς διαφορετικά ήθη και αντιλήψεις λόγω κουλτούρας ή προσωπικής επιλογής, συμβάλλει σε σημαντικό βαθμό στην καταπολέμηση της ξενοφοβίας, την απαξίωση οποιασδήποτε ρατσιστικής ιδεολογίας με φυλετικό ή κοινωνικό στίγμα και την καταδίκη κάθε βίαιης συμπεριφοράς εναντίον τους. 

Η ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: 

   Η οικογένεια είναι ένα καθημερινό πεδίο δράσης για μικρούς και μεγάλους, που δοκιμάζει τη διάθεση και την ικανότητα μας να ανταποκριθούμε σε διαφορετικούς ρόλους, ξεχωριστές ανάγκες και απαιτήσεις, που γίνονται έτσι υποχρεώσεις. Για να συμβιώνουν αρμονικά οι δύο σύζυγοι, πέρα από τις αυτονόητες ελευθερίες και την αγάπη -που είναι και το ιδανικό- πρέπει να υπάρχουν και ηθικές αρχές όπως η ανεκτικότητα, η αλληλοκατανόηση, ο αμοιβαίος σεβασμός, η υπομονή, η ήρεμη και καλή διάθεση, ώστε να μην υπάρχουν και ¨τριβές¨ στη σχέση τους από τη συνύπαρξη αυτή στον ίδιο χώρο. Η αρμονική σχέση των δύο συζύγων καθιστά τη συμβίωση τους πρότυπο σχέσης για τα παιδιά, τα οποία επίσης κατανοούν την ανάγκη να μιμηθούν τους γονείς τους, ώστε να νιώθουν εκτός από αγάπη, την ίδια θαλπωρή στο σπίτι και να συμπεριφέρονται με τις ίδιες αρχές αμοιβαίου σεβασμού και ανοχής μεταξύ τους. Η ανεκτικότητα από τους μεγαλύτερους είναι απαραίτητη εξάλλου σε κάθε ξέσπασμα θυμού ή σε κάθε διαταραχή της οικογενειακής γαλήνης από τα πολλά προβλήματα εφηβείας ή τις δυσκολίες της ενήλικης ζωής μας, προκειμένου να επανέλθει η ηρεμία. 

Η ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: 

   Το πνεύμα ανεκτικότητας στο σχολείο είναι μια γνήσια δημοκρατική αρχή, που επιβάλλεται να υπάρχει στην τάξη γιατί ενθαρρύνει την ελευθερία λόγου, επιτρέπει τη διαφορετική άποψη και τη διαφωνία στον διάλογο και καλλιεργεί την κριτική στάση γενικά, χωρίς τον φόβο σχολιασμού ή προκατάληψης από τους άλλους μαθητές και αποδοκιμασίας από τον δάσκαλο. Η ανεκτικότητα είναι ¨εκ των ων ουκ άνευ¨ συνθήκη στη διαδικασία αγωγής και μάθησης, γιατί τα περισσότερα σχολεία σήμερα έχουν μια διαπολιτισμική διάσταση, οπότε θα πρέπει να γίνει αποδεκτό από όλους μας, γονείς, μαθητές κι εκπαιδευτικούς, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα για να περιοριστούν τα κρούσματα ρατσιστικής βίας και οι απειλές κατά μαθητών (bullying). Έτσι διασφαλίζονται στην πράξη οι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη βασική εκπαίδευση, το δικαίωμα γνώσης, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών και η ισότιμη μεταχείριση από την πολιτεία. 

   Ο δάσκαλος πρέπει να είναι ανεκτικός στη διατύπωση διαφορετικών απόψεων από τους μαθητές του, να ενθαρρύνει τον ελεύθερο διάλογο και να δέχεται τον εναλλακτικό τόπο σκέψης ή γλωσσικής έκφρασης, που αυτοί χρησιμοποιούν, ακόμα κι αν διαφωνεί. Έτσι με το παράδειγμά του θα τους εμπνεύσει τον σεβασμό στις αρχές του διαλόγου και της δημοκρατίας, θα τους πείσει να είναι διαλεκτικοί και όχι φλύαροι στη ζωή τους, διαλλακτικοί και όχι εμπαθείς, να αναζητούν την αλήθεια και τη γνώση χωρίς περιορισμούς ή αποκλεισμούς των άλλων, ώστε να γίνουν και μελλοντικά, ενεργοί πολίτες με κριτική σκέψη, άποψη και συναίσθηση κοινωνικής ευθύνης. 

   Η ανεκτικότητα στην εκπαίδευση επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία ιδεών, αλλά δεν αναιρεί την ανάγκη της πειθαρχίας ή της τάξης στο μάθημα. Ανεκτικότητα δε σημαίνει ότι επιτρέπεται η ασέβεια ή ότι συγχωρείται η παρεκτροπή. Είναι δυνατότητα και όχι αδυναμία του δημοκρατικού σχολείου ή του δημοκρατικού δασκάλου. Σε κάθε περίπτωση κατάχρησης και απαξίωσης του δικαιώματος αυτού, θα πρέπει να επιβάλλεται η τάξη με τον κατάλληλο παιδαγωγικά τρόπο. Η ανεκτικότητα των δασκάλων και καθηγητών δε θα πρέπει να καταντάει ατιμωρησία. 

Η ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: 

  Η ανεκτικότητα στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών και ιδεολογιών, στην ελευθερία λόγου και την επιλεκτική άσκηση νομίμων δικαιωμάτων από πρόσωπα, κόμματα ή οργανώσεις, είναι βασική προϋπόθεση για την εδραίωση και καλή λειτουργία της δημοκρατικής πολιτείας, ειδάλλως μιλάμε για αυταρχική νοοτροπία και συμπεριφορά. Οι αρχές της ανεκτικότητας είναι όλη η ουσία και η φιλοσοφία που ξεχωρίζουν τη δημοκρατία ως το δικαιότερο πολίτευμα και υπέρτερο τρόπο ζωής. 

  Η δημοκρατία είναι το πιο ανεκτικό, το πιο παραχωρητικό και φιλελεύθερο πολίτευμα, αυτό που επιτρέπει σε όλα τα κόμματα, που αποδέχονται τη συνταγματική νομιμότητα, να εκφράζουν εντελώς διαφορετικές ιδεολογίες ή απόψεις, να κατέρχονται στις εκλογές, να διαδηλώνουν, να διεκδικούν κοινωνικά αιτήματα και να μετέχουν στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Η δημοκρατία είναι επίσης ανεκτική και απέναντι στις διάφορες κοινωνικές ή πολιτικές οργανώσεις, που έχουν καταστατικές αρχές λειτουργίας και φανερές προθέσεις, εάν κινούνται στο πλαίσιο συνταγματικής νομιμότητας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δείχνει μεγαθυμία ακόμα και στους εχθρούς της. 

Η ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ: 

1) Όταν οι άνθρωποι κατανοούν την αναγκαιότητα της ανεκτικότητας στις μεταξύ τους σχέσεις, υιοθετούν ανάλογη κοσμοαντίληψη και για τις ευρύτερες διακρατικές ή διεθνείς σχέσεις και κατά συνέπεια και οι λαοί διαπνέονται από το πνεύμα ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας με τα άλλα έθνη. Έτσι αποφεύγονται οι ρήξεις των σχέσεών και τα διπλωματικά αδιέξοδα μεταξύ των κρατών, που κάνουν την ειρήνη επισφαλή στις μέρες μας. Επιπλέον αποτρέπονται οι επικίνδυνες εντάσεις στο εσωτερικό των κοινωνιών με διάφορες εθνικές μειονότητες, που θα μπορούσαν να εμπλέξουν τη χώρα σε έναν κύκλο βίας και αίματος με απρόβλεπτες εξελίξεις -ακόμα και με διάσπαση- αφού θα έχει ήδη διασαλευτεί η έννομη τάξη και η ασφάλεια. 

2) Η ανεκτικότητα απέναντι σε διαφορετικούς λαούς επιβάλλεται σε πολλά κράτη, που από παλιά έχουν πολυφυλετικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, που συνυπάρχουν δηλαδή λαοί, φυλές και κοινωνικές ομάδες -ακόμα και σε γκέτο- με εντελώς διαφορετική εθνική ταυτότητα, καταγωγή, θρησκεία, γλώσσα και παράδοση. Τα παραδείγματα αφθονούν συνθέτοντας σε πολλά σημεία του πλανήτη ένα εκρηκτικό μείγμα εθνικών αντιθέσεων ή φυλετικών διεκδικήσεων, που συχνά οδηγεί σε αιματοχυσία. Η Αίγυπτος στη μετά Μουμπάρακ εποχή, διχάζεται ανάμεσα σε διαφορετικές φυλές και θρησκείες και συγκλονίζεται από φαινόμενα ακραίας βίας, ανάλογα μ’ αυτά που συμβαίνουν στη Συρία, το Πακιστάν, την Ινδία ή συνέβησαν στο παρελθόν στη Σρι Λάνκα, την Καμπότζη κι άλλα κράτη της Ανατολής. Στον αντίποδα όλων αυτών, παράδειγμα ανεκτικότητας, αρμονικής συνύπαρξης και αγαστής συνεργασίας ανθρώπων με διαφορετική εθνική προέλευση, είναι σήμερα οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά στο Βέλγιο, που κατοικείται παραδοσιακά από Βαλλόνους και Φλαμανδούς. Επομένως αν αναζητούμε ένα ισχυρό αντίδοτο για την καταπολέμηση της απειλής του ρατσισμού, του φασισμού, του εθνικισμού αλλά και της ανθρωπιστικής κρίσης των ημερών μας, αυτό είναι η ανεκτικότητα απέναντι σε διαφορετικούς από μας, ανθρώπους και λαούς. 

3) Η ανεκτικότητα στον ελεύθερο προσδιορισμό του τρόπου ζωής ανθρώπων και κοινωνιών, που πηγάζει κυρίως από τη θρησκεία και την εθνική τους παράδοση, είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη και τη διατήρηση καλών σχέσεων μεταξύ των λαών και την αποφυγή τρομοκρατικών αντιποίνων. Γι’ αυτό οι πιο αναπτυγμένες, φιλελεύθερες και δημοκρατικές κοινωνίες του δυτικού κόσμου και πολιτισμού, δεν μπορούν παρά να αποδέχονται το δικαίωμα των μουσουλμάνων να ζουν όπως αυτοί επιθυμούν στις κοινωνίες τους. Κάθε δυτική παρέμβαση ¨διαφώτισης ή εξορθολογισμού¨ στο εσωτερικό τους θα ήταν ανεπιθύμητη και ¨αιτία ιερού πολέμου¨ (τζιχάντ) για αυτούς, όπως συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν με τους φανατικούς Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, που προκάλεσαν και τα ολέθρια τρομοκρατικά χτυπήματα της ¨Αλ Κάιντα¨ στους Δίδυμους Πύργους. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: 

   Η αρετή της ανεκτικότητας δεν αφορά αδύναμους χαρακτήρες. Είναι δύναμη κι όχι αδυναμία να κατανοείς την ανάγκη και το δικαίωμα του άλλου να εκφράζεται και να ζει ελεύθερα. Είναι δύναμη κι όχι αδυναμία να ελέγχεις τον εαυτό σου, να συγκρατείς τα λόγια και τα νεύρα σου, να κάνεις υπομονή, να δίνεις τόπο στην οργή, να λες ¨δεν πειράζει¨ και να ζητάς συγνώμη, να μη ζητάς ολοένα εξηγήσεις, ακόμη κι ας ξέρεις ότι έχεις δίκιο. Η ανεκτικότητα είναι μια φυσική ευγένεια, που δεν κατανοούν όσοι δεν έχουν. Όσοι όμως μπορούν να μπουν στη θέση του άλλου, να τον κατανοήσουν, έστω και για λίγο, κι ας μη μπορούν να τον δικαιολογήσουν, καταλαβαίνουν και την ανάγκη να είναι ανεκτικοί. 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: 

1) ¨Θυμού κράτει¨. Χίλων ο Λακεδαιμόνιος 

2) ¨Audiatur et altera pars¨: Ας ακουστεί και η άλλη πλευρά (Λατινικό ρητό). 

3) ¨…έχουμε χρέος να παραβλέπουμε ο ένας τα λάθη του άλλου· το μεγαλύτερο κακό της ανθρωπότητας είναι η διχόνοια, κι ένα μόνο βάλσαμο υπάρχει: η αμοιβαία ανοχή¨. Βολταίρος 

4) «...κάθε ξένος, τον οποίον η διοίκησις στοχάζεται πως είναι άξιος κάτοικος της πατρίδος, ήγουν καθώς ένας καλός τεχνίτης…ένας άξιος πατριώτης είναι δεκτός εις την πατρίδαν και μπορεί να μετέρχεται ισοτίμως τα δίκαια οπού και όλοι οι συμπολίται». (¨Νέα Πολιτική Διοίκησις¨ Ρήγας).

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

Η δικαιοσύνη θεμέλιο της δημοκρατίας

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ   
 

                                                                                            Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                                           φιλόλογος
Γιατί η δικαιοσύνη είναι θεμέλιο της δημοκρατίας; 

1)   Το σύνταγμα κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας (άρθ. 87) για να απονέμεται η δικαιοσύνη χωρίς παρεμβάσεις από πρόσωπα της πολιτικής εξουσίας. Έτσι διαφυλάττεται το κύρος των δικαστηρίων και η προσωπική αξιοπιστία των δικαστών, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να εμπεδωθεί το αίσθημα δικαίου σε μια κοινωνία. Η δικαιοσύνη δεν πρέπει να επηρεάζεται ποτέ από πολιτικά κόμματα ή πρόσωπα για να είναι αντικειμενική στην κρίση της και να διασφαλίζει την ισονομία που είναι θεμελιώδης συνταγματική αρχή. Η δικαιοσύνη μεριμνά για την ορθή τήρηση του συντάγματος και την εφαρμογή των νόμων από τους κρατικούς λειτουργούς και παρεμβαίνει όταν διαπιστώνει αξιόποινες πράξεις αυτεπάγγελτα ή κατ’ έγκληση. Παράλληλα ελέγχει καταγγελίες για παράνομες προσλήψεις, προαγωγές, μεταθέσεις, αναθέσεις έργων, προμήθειες, καταχρήσεις κ.λ.π από Υπουργεία, οργανισμούς ή φορείς του δημοσίου και παρεμβαίνει ασκώντας διώξεις, αν χρειαστεί. Ακόμα ελέγχει τη συνταγματικότητα ορισμένων νομοσχεδίων και υποχρεώνει τα κόμματα να σέβονται και να τηρούν το σύνταγμα, διασφαλίζοντας έτσι τη δημοκρατική νομιμότητα και την καλή λειτουργία του πολιτεύματος. 

2)  Η δικαιοσύνη πρέπει να είναι ανεπηρέαστη από την εκτελεστική εξουσία για να εγγυάται τη διαφάνεια, τη νομιμότητα και την πολιτική ομαλότητα, που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τον εκδημοκρατισμό και τη φιλελευθεροποίηση της δημόσιας ζωής. Έτσι διατηρείται η αναγκαία κοινωνική συνοχή, διασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη και εδραιώνεται η δημοκρατία γιατί υπάρχει εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τα πρόσωπα που ασκούν τις διάφορες μορφές εξουσίας. Η προσφυγή των πολιτών δε σε διοικητικά δικαστήρια είναι ένα πάγιο συνταγματικό τους δικαίωμα, που περιορίζει δραστικά τα περιθώρια κρατικής αυθαιρεσίας και καταστρατήγησης των νόμων από κρατικούς λειτουργούς. Οι πολίτες έτσι αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς και σίγουροι πως η θεσμική δικαιοσύνη τους προστατεύει και ότι το κράτος λειτουργεί δημοκρατικά στη βάση κανόνων δικαίου. Σε κάθε ευνομούμενη δημοκρατική χώρα οι πολίτες γνωρίζουν ότι υπάρχει ισοπολιτεία, ισότιμη δηλαδή μεταχείριση και απολαμβάνουν όλοι τα ίδια δικαιώματα ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής, φύλου, γλώσσας, θρησκευτικής συνείδησης ή πολιτικών φρονημάτων. 

3)  Αν χαθεί και η εμπιστοσύνη στον δικαστή, δε θ’ απομείνει πια τίποτα που να εμπνέει στους πολίτες τη σιγουριά για τον ρόλο του κράτους αλλά και την πίστη στους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί οι πολιτικοί έχουν προ πολλού χάσει τη δική τους αξιοπιστία και δε θα μπορούν να αλλάξουν την εις βάρος τους κατάσταση ή τη δικαιολογημένη αποστροφή του κόσμου γι’ αυτούς. Οι πολιτικοί όμως, σύμφωνα με το σύνταγμα, παραπέμπονται στο ειδικό δικαστήριο μόνο μετά από απόφαση άρσης της ασυλίας τους από τη βουλή, οπότε και οι δικαστές δεν μπορούν να ασκήσουν εις βάρος τους δίωξη. Έτσι παραγράφονται σκάνδαλα και αξιόποινες πράξεις πολιτικών προσώπων γιατί αυτοί οι ίδιοι είναι που νομοθετούν και θεσπίζουν για τον εαυτό τους εξαιρέσεις -όπως τη βουλευτική ασυλία- που δεσμεύουν τη δικαστική εξουσία. 

4)  Με τη δικαιοσύνη επιβάλλεται η έννομη τάξη και διατηρείται το πνεύμα νομιμοφροσύνης των πολιτών για την προάσπιση του γενικού συμφέροντος της πολιτείας. Παράλληλα διώκεται η παρανομία και η εγκληματική αντικοινωνική συμπεριφορά ατόμων ή ομάδων, οπότε διαμορφώνεται ένα τείχος προστασίας που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία των θεσμών της δημοκρατίας. Το δημοκρατικό πολίτευμα άλλωστε στηρίζει τη νομική του κατοχύρωση και υπεροχή στην έκφραση και αποτύπωση κανόνων δικαίου  που δεν αμφισβητούνται αλλά και δεν παραβιάζονται από κανέναν. Όλα τα άλλα καθεστώτα, και ιδίως τα αυταρχικά, εκτός από παράλογα, είναι και άδικα, γιατί στερούνται ηθικής νομιμοποίησης. Οι ηγέτες τους συγκεντρώνουν παράνομα στο πρόσωπό τους όλες τις θεσμικές εξουσίες υποκαθιστώντας ακόμα και τους φυσικούς δικαστές. Είναι δηλαδή απόλυτοι άρχοντες-τύραννοι, απροσπέλαστοι κριτές και συμπεριφέρονται ως επίγειοι θεοί… μέχρι το φυσικό ή βίαιο τέλος τους. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: 

    Ο δικαστής πρέπει να είναι ο φύλακας των νόμων, ο κριτής και αν χρειαστεί ο αδέκαστος τιμωρός. Καθήκον του η ευθυκρισία και η εντιμότητα! Με την πρώτη θα εφαρμόζει τον νόμο και θα ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Με τη δεύτερη θα εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη και θα διδάσκει ήθος. Έτσι θα επιβάλλει τον νόμο και την τάξη. Την τάξη και την πειθαρχία…

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Το δικαίωμα (;) τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια


«ΔΙΚΑΙΟΣ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ»
 Αξιολόγηση επιχειρημάτων και τεκμηρίων σ' ένα αντιθετκό ζεύγος κειμένων.                                Κριτήριο αξιολόγησης με απαντήσεις                                                                                                                                                                                 Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                                 φιλόλογος
ΘΕΜΑ: Έχουν δικαίωμα υιοθεσίας τα ομόφυλα ζευγάρια;
                                                                                                  (29.04.2018 εφημ. Καθημερινή)

Κείμενο 1:

Καμία αρνητική επιρροή
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΧΑΤΖΗΣ*
​​


  Δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν σήμερα τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Πολύ περισσότερες (22) αναγνωρίζουν διάφορες μορφές τεκνοθεσίας ή αναδοχής για ομόφυλα ζευγάρια που έχουν παντρευτεί ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Η Ελλάδα, που με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, και αφού καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επέκτεινε το σύμφωνο συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, έχει μείνει πολύ πίσω. Διότι αντιμετωπίζει αυτά τα ζευγάρια ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αντίθετα, οι χώρες που εξασφάλισαν την ισονομία είναι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες με το υψηλότερο επίπεδο κράτους δικαίου.

  Η διεθνής εμπειρία αρκετών, πλέον, χρόνων, έχει δείξει ότι ένα ομόφυλο ζευγάρι μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντα του παιδιού που θα αποκτήσει, όσο και ένα παραδοσιακό ζευγάρι. Τα παιδιά που θα ενηλικιωθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα έχουν παρόμοια κοινωνική και συναισθηματική προσαρμογή με τα παιδιά που ενηλικιώνονται σε παραδοσιακό περιβάλλον. Δεν θα υπάρξει καμία αρνητική επιρροή στην κοινωνική ανάπτυξή τους, στις δεξιότητές τους, στην ευφυΐα τους, στην αυτοπεποίθησή τους, στις επιδόσεις τους στο σχολείο ή αργότερα στις ανώτατες σπουδές τους. Θα έχουν αρκετές ευκαιρίες να αποκτήσουν γυναικεία ή αντρικά πρότυπα καθώς δεν είναι πάντα απαραίτητο να τα αποκτήσουν από τους γονείς τους αλλά και από τους στενούς συγγενείς, τους φίλους της οικογένειας ή τους δασκάλους τους. Τα παιδιά αυτά θα ζήσουν μια φυσιολογική ζωή αντιμετωπίζοντας τις ίδιες δυσκολίες αλλά και παρόμοιες οικογενειακές συνθήκες με τα παιδιά των παραδοσιακών γάμων.

  Η ισχυρότερη αντίρρηση στο να αποκτήσουν παιδιά τα ομόφυλα ζευγάρια έχει να κάνει με την αρνητική στάση της κοινής γνώμης. Όμως η κοινή γνώμη δεν δικαιούται να περιορίζει ατομικά δικαιώματα και να απαγορεύει δυνατότητες και εναλλακτικές επιλογές των ατόμων χωρίς σοβαρό λόγο.

   Η νομιμοποίηση του γάμου και της τεκνοθεσίας δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο. Το κόστος της καθυστέρησης είναι μεγάλο για τα ομόφυλα ζευγάρια, αλλά ιδίως για τα παιδιά που στερούνται της ευκαιρίας να γίνουν μέλη μιας οικογένειας που θα τα προστατεύει και θα τα αγαπά.
* Ο κ. Αριστείδης Χατζής είναι αν. καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Κείμενο 2:

Απουσία διακριτών προτύπων
ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΝΔΥΛΗ*

  Στην αρχική της σύλληψη, η υιοθεσία θεσπίστηκε με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών του θετού γονέα (συνέχιση της λατρείας των εφεστίων θεών, του πατρογονικού ονόματος, διατήρηση της οικογενειακής περιουσίας). Τον τρόπο οργάνωσης του θεσμού εξέφραζε περιεκτικά το ρωμαϊκό ρητό «adοptio naturam imitatur» (η υιοθεσία μιμείται τη φύση).

  Αργότερα, κυρίως κατά τον 20ό αιώνα, το κέντρο βάρους της υιοθεσίας, όπως άλλωστε και ολόκληρου του Οικογενειακού Δικαίου, μετατοπίστηκε. Έγινε παιδοκεντρικό, αποβλέποντας αποκλειστικά στο συμφέρον του παιδιού. Το συμφέρον αυτό δεν είναι μόνο περιουσιακό –και γενικότερα υλικό–, αλλά επίσης ψυχικό και ηθικό. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει επανειλημμένως ως πρωταρχικό κριτήριο σε υποθέσεις επιμέλειας το συμφέρον του παιδιού. Στην απόφαση P.V. κατά Ισπανίας, απέρριψε την προσφυγή κατά του περιορισμού πρόσβασης στο παιδί του διεμφυλικού άνδρα που είχε κάνει έναν γιο με τη γυναίκα του πριν αλλάξει φύλο. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερό περιβάλλον στο παιδί. Το νομοσχέδιο που επιτρέπει την αναδοχή σε όσους έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, επαναφέρει τον προβληματισμό για τη δυνατότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.

   Το θετό παιδί είναι κατεξοχήν το τέκνο της ιδιωτικής βούλησης και αυτονομίας, αλλά δεν αποτελεί κριτήριο προσδιορισμού του εύρους των δικαιωμάτων των υποψήφιων θετών γονέων. Δεν πρόκειται για απόλαυση του δικαιώματος στη δημιουργία θετής οικογένειας –ένα ακόμη βήμα προς την πλήρη εξομοίωση των ομόφυλων ζευγαριών με τα ετερόφυλα– αλλά για προσφορά φροντίδας σε μικρά παιδιά. Η έλλειψη διακριτού πατρικού ή μητρικού προτύπου στην ομόφυλη οικογένεια, ο αντίκτυπος του αρνητικού κοινωνικού περίγυρου στην ψυχική ισορροπία του παιδιού και ο εύθραυστος χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ ομοφύλων καθιστούν τη σκοπιμότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας αμφίβολη. Ειδικότερα, μάλιστα, δεδομένου ότι αυτή δεν στηρίζεται σε προηγούμενες κοινωνικές έρευνες στην Ελλάδα. Εξάλλου, όλες οι έρευνες που διενεργήθηκαν στο εξωτερικό, ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων, αμφισβητούνται, διότι πραγματοποιήθηκαν σε μικρό δείγμα και στερούνται χρονικού βάθους.
* Η κ. Ιωάννα Ν. Κονδύλη είναι επίκουρη καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
                                                          Ερωτήσεις

Α1. Να βρείτε και να αξιολογήσετε την αποδεικτική ισχύ των επιχειρημάτων και των τεκμηρίων που διατυπώνει ο συγγραφέας του πρώτου κειμένου.                       Μονάδες 20

Β1. Να βρείτε και να αξιολογήσετε την αποδεικτική ισχύ των επιχειρημάτων και των τεκμηρίων που διατυπώνει η συγγραφέας του δεύτερου κειμένου.                    Μονάδες 15 

Γ1. αντίρρηση, στερούνται, περιεκτικά, περιορισμού, αυτονομίας: Ποια είναι η σημασία των λέξεων με βάση το κείμενο;                                                                                  Μονάδες 5

Γ2. Να βρείτε τα αντώνυμα των λέξεων με βάση τη σημασία τους στο κείμενο: Αντίθετα, στενούς, πρωταρχικό, θετής, πλήρη.                                                                     Μονάδες 5 

Γ3. Ποιος είναι ο τρόπος ανάπτυξης της πρώτης παραγράφου του πρώτου κειμένου; (Δεκαέξι … δικαίου).                                                                                                             Μονάδες 5 

Δ. Παραγωγή λόγου: Συμμετέχοντας σ’ αυτόν τον επιστημονικό και κοινωνικό διάλογο, που ξεκίνησε πρόσφατα στη χώρα μας, για τη νομιμοποίηση ή μη της τεκνοθεσίας και από ομόφυλα ζευγάρια, να διατυπώσετε τις δικές σας απόψεις σε ένα άρθρο που πρόκειται να αναρτήσετε στην προσωπική σας ιστοσελίδα (500- 600 λέξεις).                       Μονάδες 50

                                                              Απαντήσεις
Α1. Τεκμήρια:

α.  Δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν σήμερα τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. 
β. Πολύ περισσότερες (22) αναγνωρίζουν διάφορες μορφές τεκνοθεσίας ή αναδοχής για ομόφυλα ζευγάρια που έχουν παντρευτεί ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. 
γ. Η Ελλάδα, που με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, (και αφού καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), επέκτεινε το σύμφωνο συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια, έχει μείνει πολύ πίσω. 

   Τα τεκμήρια που επιλέγονται είναι καταστάσεις της πραγματικότητας ως παραδείγματα (α και β), ενώ η αναφορά στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (γ) θεωρείται αυθεντία και η καταδίκη της Ελλάδας είναι γεγονός. Τα τεκμήρια αυτά θεωρούνται αξιόπιστα αλλά όχι και επαρκή, γιατί η Ελλάδα ως χώρα μέλος της Ε.Ε, αν και δεσμεύεται γενικά στην υιοθέτηση κοινής πολιτικής σε θέματα που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα, εντούτοις δεν είναι η μόνη από όλα τα κράτη της Ευρώπης (46 συνολικά, 27 μέλη της Ε.Ε) που δε νομοθέτησε τις ρυθμίσεις αυτές. Εξάλλου η Ελλάδα δεν είναι χώρα προτεσταντική ή καθολική, όπως όλες αυτές οι χώρες που αποδέχονται τα ψηφίσματα αυτά, αλλά ορθόδοξη και υπάρχει μεγάλη αντίδραση από την Εκκλησία. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι και σε άλλα θέματα υπάρχει σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού δεν υιοθετούν όλες το κοινό νόμισμα (euro) ούτε και τη συνθήκη Σέγκεν.

δ. Η διεθνής εμπειρία αρκετών, πλέον, χρόνων, έχει δείξει ότι ένα ομόφυλο ζευγάρι μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντα του παιδιού που θα αποκτήσει, όσο και ένα παραδοσιακό ζευγάρι. 

  Τεκμήριο (προηγούμενη εμπειρία) χωρίς όμως κάποια ευρήματα μακροχρόνιας έρευνας και σε ικανοποιητικό δείγμα αναφοράς για συγκεκριμένες χώρες. Αποτελεί ίσως μια διαδεδομένη άποψη αλλά είναι αόριστη παραδοχή χωρίς επεξεργασμένα στοιχεία ή τουλάχιστον δεν αναφέρονται εδώ. Επομένως η σύγκριση που επιχειρείται ανάμεσα σε ομόφυλα και παραδοσιακά ζευγάρια μετά είναι μάλλον αυθαίρετη. 

Επιχειρήματα κατά παράγραφο:

1η §: Δεκαέξι ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν σήμερα τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. (α΄. πρκ.)
Πολύ περισσότερες (22) αναγνωρίζουν διάφορες μορφές τεκνοθεσίας ή αναδοχής για ομόφυλα ζευγάρια που έχουν παντρευτεί ή συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. (β΄. πρκ.)
Η Ελλάδα, (που με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, και αφού καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, επέκτεινε το σύμφωνο συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια,) έχει μείνει πολύ πίσω. Διότι αντιμετωπίζει αυτά τα ζευγάρια ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
2η §: Η διεθνής εμπειρία αρκετών, πλέον, χρόνων, έχει δείξει ότι ένα ομόφυλο ζευγάρι μπορεί να προστατεύσει τα συμφέροντα του παιδιού που θα αποκτήσει, όσο και ένα παραδοσιακό ζευγάρι (α΄. πρκ. τεκμήριο)
Τα παιδιά που θα ενηλικιωθούν σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα έχουν παρόμοια κοινωνική και συναισθηματική προσαρμογή με τα παιδιά που ενηλικιώνονται σε παραδοσιακό περιβάλλον. (β΄. πρκ)
Δεν θα υπάρξει καμία αρνητική επιρροή στην κοινωνική ανάπτυξή τους, στις δεξιότητές τους, στην ευφυΐα τους, στην αυτοπεποίθησή τους, στις επιδόσεις τους στο σχολείο ή αργότερα στις ανώτατες σπουδές τους. (γ΄. πρκ). 
Θα έχουν αρκετές ευκαιρίες να αποκτήσουν γυναικεία ή αντρικά πρότυπα καθώς δεν είναι πάντα απαραίτητο να τα αποκτήσουν από τους γονείς τους αλλά και από τους στενούς συγγενείς, τους φίλους της οικογένειας ή τους δασκάλους τους. (δ΄. πρκ.) 
Τα παιδιά αυτά θα ζήσουν μια φυσιολογική ζωή αντιμετωπίζοντας τις ίδιες δυσκολίες αλλά και παρόμοιες οικογενειακές συνθήκες με τα παιδιά των παραδοσιακών γάμων. (συμπέρασμα) 

    Επιχείρημα αβάσιμο γιατί το τελικό συμπέρασμα εξάγεται από αυθαίρετες κρίσεις. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δε θα υπάρξει καμία αρνητική επιρροή για τα παιδιά; Ποιος θα τους δώσει περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες να αποκτήσουν γυναικεία ή αντρικά πρότυπα, αν όχι οι ίδιοι οι ετερόφυλοι γονείς; Δε θα αντιμετωπίσουν τις ίδιες δυσκολίες προφανώς στην προσαρμογή τους αλλά πολύ περισσότερες, όταν θα διαπιστώσουν τη διαφορετικότητά τους σε σχέση με τις άλλες οικογένειες και τη στάση της κοινωνίας απέναντί τους. Εξάλλου κάθε άλλη επιρροή ως προς τα πρότυπα έξω από την οικογένεια είναι συχνά ανεξέλεγκτη και γιαυτό αμφιλεγόμενη ή παρακινδυνευμένη. 

3η §: Η ισχυρότερη αντίρρηση στο να αποκτήσουν παιδιά τα ομόφυλα ζευγάρια έχει να κάνει με την αρνητική στάση της κοινής γνώμης. (α΄πρκ.)
Όμως η κοινή γνώμη δεν δικαιούται να περιορίζει ατομικά δικαιώματα και να απαγορεύει δυνατότητες και εναλλακτικές επιλογές των ατόμων χωρίς σοβαρό λόγο. (β΄ πρκ. θέση)
   Σωστή άποψη και νομικά ορθή για τα όρια επιρροής της κοινής γνώμης, με μια επιφύλαξη όμως· τι εννοούμε σοβαρό λόγο; Η τεκνοθεσία γενικώς δεν είναι ένας αρκετά σοβαρός λόγος; Αν η κοινή γνώμη δεν έχει καμιά αξία τότε γιατί σε πολλές ευρωπαϊκες χώρες (Ελβετία, Ιρλανδία κ.α) έγινε δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο κυρίαρχος λαός για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομοφύλων; 

4η §: Η νομιμοποίηση του γάμου και της τεκνοθεσίας δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο. (θέση συμπέρασμα)
Το κόστος της καθυστέρησης είναι μεγάλο για τα ομόφυλα ζευγάρια, (α΄ πρκ.) αλλά ιδίως για τα παιδιά που στερούνται της ευκαιρίας να γίνουν μέλη μιας οικογένειας που θα τα προστατεύει και θα τα αγαπά. (β΄ πρκ.). 

  Σχετικό επιχείρημα γιατί ακόμα κι αν θεωρούνται οι προκείμενες αίτια αναγκαία δεν είναι επαρκή. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι τα παιδιά δε θα βρουν άλλες ανάδοχες οικογένειες, ούτε η πολιτεία οφείλει να νομοθετεί κάτω από πίεση και αναλογιζόμενη «το κόστος της καθυστέρησης» για τα ομόφυλα ζευγάρια, γιατί το προέχον εδώ δεν είναι τα ατομικά δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών -που είναι σεβαστά- αλλά τα φυσικά δικαιώματα των παιδιών… 

B1. Τεκμήρια κι επιχειρήματα κατά παράγραφο:

1η §: α. Στην αρχική της σύλληψη, η υιοθεσία θεσπίστηκε με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών του θετού γονέα (συνέχιση της λατρείας των εφεστίων θεών, του πατρογονικού ονόματος, διατήρηση της οικογενειακής περιουσίας). 
β. Τον τρόπο οργάνωσης του θεσμού εξέφραζε περιεκτικά το ρωμαϊκό ρητό «adοptio naturam imitatur» (η υιοθεσία μιμείται τη φύση).

  Τεκμήρια ιστορικά στοιχεία. Η αναδρομή αυτή στην ιστορία της υιοθεσίας και τη λογική του σχετικού νόμου μας βοηθά να καταλάβουμε την αξία της στο παρελθόν αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Και η διαφορά φαίνεται με τη σύγκριση που γίνεται στην επόμενη παράγραφο. 

2η §: α. Αργότερα, κυρίως κατά τον 20ό αιώνα, το κέντρο βάρους της υιοθεσίας, όπως άλλωστε και ολόκληρου του Οικογενειακού Δικαίου, μετατοπίστηκε. (τεκμήριο ιστορικά στοιχεία, α΄ πρκ. επιχειρήματος).
β. Έγινε παιδοκεντρικό, αποβλέποντας αποκλειστικά στο συμφέρον του παιδιού.(β΄ πρκ.)
γ. Το συμφέρον αυτό δεν είναι μόνο περιουσιακό –και γενικότερα υλικό–, αλλά επίσης ψυχικό και ηθικό. (γ΄ πρκ. μέσος όρος=συμφέρον) 
δ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει επανειλημμένως ως πρωταρχικό κριτήριο σε υποθέσεις επιμέλειας το συμφέρον του παιδιού. (δ΄ πρκ. τεκμήριο αυθεντία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και με επανάληψη του μέσου όρου= συμφέρον).
ε. Στην απόφαση P.V. κατά Ισπανίας, απέρριψε την προσφυγή κατά του περιορισμού πρόσβασης στο παιδί του διεμφυλικού άνδρα που είχε κάνει έναν γιο με τη γυναίκα του πριν αλλάξει φύλο. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει σταθερό περιβάλλον στο παιδί. (ε΄ τεκμήριο η δικαστική απόφαση P.V. του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην περίπτωση της Ισπανίας ως παράδειγμα και με αναφορά του σκεπτικού της απόφασης).
Το νομοσχέδιο που επιτρέπει την αναδοχή σε όσους έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, επαναφέρει τον προβληματισμό για τη δυνατότητα υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια. (συμπέρασμα που αφορά τη χώρα μας και το σχετικό νομοσχέδιο).

  Αξιόπιστο επιχείρημα με επαρκή ιστορική και νομική τεκμηρίωση σχετικά με το πνεύμα του νομοθέτη, που προκρίνει το συμφέρον του παιδιού έναντι οποιασδήποτε άλλης διεκδίκησης δικαιώματος άλλων. Πάνω σ’ αυτό προεκτείνει τη σκέψη της η συγγραφέας στην επόμενη παράγραφο. 

3η §: α. Το θετό παιδί είναι κατεξοχήν το τέκνο της ιδιωτικής βούλησης και αυτονομίας, (α΄πρκ. επιχειρήματος)
β. αλλά δεν αποτελεί κριτήριο προσδιορισμού του εύρους των δικαιωμάτων των υποψήφιων θετών γονέων. (β΄πρκ. επιχειρήματος)
γ. Δεν πρόκειται για απόλαυση του δικαιώματος στη δημιουργία θετής οικογένειας –ένα ακόμη βήμα προς την πλήρη εξομοίωση των ομόφυλων ζευγαριών με τα ετερόφυλα– αλλά για προσφορά φροντίδας σε μικρά παιδιά. (συμπέρασμα-θέση).

α. Η έλλειψη διακριτού πατρικού ή μητρικού προτύπου στην ομόφυλη οικογένεια, ο αντίκτυπος του αρνητικού κοινωνικού περίγυρου στην ψυχική ισορροπία του παιδιού και ο εύθραυστος χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ ομοφύλων καθιστούν τη σκοπιμότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας αμφίβολη. (Επαγωγικός συλλογισμός, αίτια - αποτέλεσμα).
β. Ειδικότερα, μάλιστα, δεδομένου ότι αυτή δεν στηρίζεται σε προηγούμενες κοινωνικές έρευνες στην Ελλάδα. (τεκμήριο, κατάσταση της πραγματικότητας ή γενική αλήθεια η απουσία έρευνας στην Ελλάδα).
γ. Εξάλλου, όλες οι έρευνες που διενεργήθηκαν στο εξωτερικό, ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων, αμφισβητούνται, διότι πραγματοποιήθηκαν σε μικρό δείγμα και στερούνται χρονικού βάθους. (τεκμήριο, κατάσταση της πραγματικότητας ή γενική αλήθεια η απουσία έρευνας ικανού δείγματος και σε μεγάλο χρονικό εύρος στο εξωτερικό).

Γ1. αντίρρηση = διαφωνία, στερούνται = χάνουν, περιεκτικά = συνοπτικά, περιορισμού = απαγόρευσης, αυτονομίας = ελευθερίας.

Γ2. Αντίθετα ≠ ομοίως, στενούς ≠ μακρινούς, πρωταρχικό ≠ δευτερεύον, θετής ≠ φυσικής, πλήρη ≠ μερική. 

Γ3. Συνδυασμός μεθόδων: Σύγκριση – αντίθεση με χρήση παραδειγμάτων και αιτιολόγηση.

Δ. Για την παραγωγή λόγου διαβάστε παλαιότερη ανάρτησή μου για το θέμα της ομοφυλοφιλίας και  τεκνοθεσίας εδώ  http://papatsiros.blogspot.gr/2015/12/homophobia.html.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

Η αρετή της αριστείας


                                           
                                                            Η αρετή της αριστείας
                                                                                                          Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                                                   φιλόλογος
  Η αρετή και η αριστεία ως λέξεις έχουν κοινή ετυμολογική ρίζα (αρ- εκ του αραρίσκω=αρμόζω)  και ως έννοιες είναι αλληλένδετες, έχουν σημασιολογική συγγένεια. Δε νοείται αριστεία για έναν άνθρωπο δηλαδή διάκριση και υπεροχή έναντι των άλλων, χωρίς την αρετή δηλαδή την ηθική και πνευματική του ποιότητα ή τη σωματική του ικανότητα. Η αριστεία αρχικά ήταν συνυφασμένη με το ηρωικό ιδεώδες, την ανδρεία στη μάχη, τα "κλέα ανδρών", από την εποχή του Ομήρου. Όλη η ε΄ ραψωδία της Ιλιάδας για παράδειγμα ήταν αφιερωμένη στον Διομήδη κι εξυμνούσε τα κατορθώματά του στη μάχη (αριστεία Διομήδους). Στην Ιλιάδα άλλωστε υπάρχει και η πιο γνωστή για την αριστεία φράση, "αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων", που ήταν ευχή και προτροπή, του Ιππόλοχου στον γιο του, τον άρχοντα των Λυκίων, Γλαύκο, δηλαδή "πάντα να αριστεύεις και να υπερέχεις των άλλων".
   Από την εποχή του Ομήρου η αριστεία ήταν -εκτός από την τιμή και τη γενναιοψυχία του ήρωα στο πεδίο της μάχης, που του εξασφάλιζε και την υστεροφημία- και ένα παιδευτικό ιδεώδες που γαλουχούσε τις επόμενες γενιές ηρώων. Αριστεία ήταν επίσης και η νίκη ενός αθλητή στους ολυμπιακούς αθλητικούς αγώνες, που επιβεβαιωνόταν με ένα στεφάνι αγριελιάς, τον "κότινο", ως "έπαθλον" και συνοδευόταν με τη δόξα του νικητή και την ιδιαίτερη τιμή για την πόλη και την οικογένειά του. Συμβολικά λέγεται πως σε κάποιες πόλεις γκρέμιζαν και μέρος απ' τα τείχη τους όταν υποδέχονταν τους νικητές. Άριστοι στα ομηρικά χρόνια θεωρούνταν και οι ευγενείς, όσοι ήταν δηλαδή ευπατρίδες, αγαθοί ή εσθλοί. Στον Πλάτωνα η αριστεία αποτελεί ανώτερη ηθική αξία και ιδανικό σκοπό της ζωής και στον Αριστοτέλη σημαίνει πολιτική αρετή και τελειότητα (εντελέχεια).
    Για πολλούς αιώνες αργότερα η αριστεία υπήρξε επαινετή ως αγαθή προαίρεση του ανθρώπου και ταυτίστηκε περισσότερο με την αρετή της γνώσης και τη φιλομάθεια, όσο κι αν οι γενικότερες συνθήκες ζωής το επέτρεπαν. "Κάλλιο γνώση παρά γρόσι" έλεγαν οι ολιγογράμματοι Έλληνες, από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα κι έκαναν αγώνα για να βρουν δασκάλους ή γραμματικούς να στείλουν τα παιδιά τους, να τα διδάξουν για να προκόψουν στη ζωή τους. Και η ελπίδα τους ήταν να μορφωθούν και να σπουδάσουν να γίνουν δάσκαλοι της αρετής τα ίδια. Κι αυτό ήταν το ιδανικό που αφύπνισε εθνικά κι ελευθέρωσε τους Έλληνες, τ' όραμα του Ρήγα και η ρήση του Κοραή ("δράξασθε παιδείας"). Αυτό μεγάλωσε και τις επόμενες γενιές και έδωσε όραμα στο έθνος κι ανέδειξε σπουδαίες μορφές στα γράμματα και τους κοινούς αγώνες. 
    Κι ενώ η αριστεία πάντα είχε μια ηθική βάση ως κοινωνική αρετή και αποτελούσε επιδιωκόμενο σκοπό των νέων στην απόκτηση αγωγής και γνώσης, σήμερα κάποιοι αμφισβητούν την αξία της και την απορρίπτουν ως παιδευτική αρχή στο σχολείο. Ο λόγος είναι λέει ότι με την "αρχή των αρίστων" καταργείται η ισότητα στο σχολείο και γίνονται διακρίσεις εις βάρος των άλλων μαθητών, των πιο πολλών, που μειονεκτούν κι αυτό δε θεωρείται σωστό ούτε και δημοκρατικό. Έτσι για αυτούς καθετί που διακρίνει τους μαθητές και τους κατηγοριοποιεί με βάση τα πνευματικά τους χαρίσματα ή τις επιδόσεις τους γενικά δεν είναι επιθυμητό, δεν είναι αποδεκτό ούτε και αποδοτικό ως παράδειγμα γιατί ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό στην τάξη.
    Χρειάζεται άραγε να πούμε ότι είναι αφελές κι επικίνδυνο το σκεπτικό αυτό; Ότι καταστρέφει ό,τι καλό υπήρχε στο σχολείο εδώ και δεκαετίες κι έδινε στους μαθητές το κίνητρο για αγωγή και γνώση; Ότι απαξιώνει τους άριστους και τους πραγματικά καλούς χάριν της ομοιομορφίας και της ¨ήσσονος προσπαθείας¨; Ότι αυτό δεν είναι καθόλου δημοκρατικό ως άποψη γιατί η ισότητα στις ευκαιρίες δε σημαίνει και ισοπέδωση της αξίας. 
    Η κατάργηση της αριστείας μας θυμίζει τον πολύ γνωστό διδακτικό μύθο του Ηροδότου για τον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, ο οποίος έκοβε τα στάχυα του χωραφιού που εξείχαν των υπολοίπων και τα έριχνε κάτω (...ἐκόλουε αἰεὶ ὅκως τινὰ ἴδοι τῶν ἀσταχύων ὑπερέχοντα, κολούων δὲ ἔρριπτε... 5.92ζ.2) για να δείξει στον απεσταλμένο κήρυκα του Περίανδρου -που μόλις είχε γίνει τύραννος- το πως θα πρέπει να επιβάλλει την εξουσία του στους Κορίνθιους. Δηλαδή κόβοντας τα κεφάλια των εκλεκτών, των αρίστων, ώστε να μην ξεχωρίζει κανείς, να μην υπερέχει κανένα κεφάλι. Έτσι λοιπόν αυτή τη λογική της ακέφαλης κοινωνίας, που γίνεται και άβουλη μάζα εύκολα την ποδηγετείς, την ελέγχεις ολοκληρωτικά και απολαμβάνεις τη μακαριότητα της εξουσίας σου, χωρίς ενοχλητικούς αρίστους και εκλεκτούς πολίτες.
    Το πρόσχημα για την υπηρέτηση της ισότητας όλων των μαθητών και την αποφυγή διακρίσεων στο σχολείο δεν αναιρεί την ανάγκη της αξιοκρατίας στην τάξη. Η ισότητα υπάρχει στα δικαιώματά τους. Οι δυνατότητές τους όμως διαφέρουν, γιατί απορρέουν από την ιδιαίτερη φύση του καθενός κι εξάλλου δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια θέληση στη ζωή. Αλλά κι από πότε η ισότητα καταργεί τη δικαιοσύνη; Η αριστεία είναι απόδοση δικαιοσύνης για αυτόν που πραγματικά τ' αξίζει, γιατί ο αγώνας του τον ξεχωρίζει και τον επιβραβεύει με τιμή, "τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε".
    Όσοι υποστηρίζουν ότι η αριστεία είναι αντίθετη στο πνεύμα της ισότητας και της δημοκρατίας, που πρέπει να υπάρχει στο σχολείο σήμερα, επικαλούνται και τον έντονο ανταγωνισμό των μαθητών, που απαξιώνει τη γνώση αυτή καθεαυτή και δημιουργεί προβλήματα επικοινωνίας ή συνεργασίας μεταξύ τους. Το λάθος τους εν προκειμένω είναι ότι ταυτίζουν την αριστεία γενικά με τη φιλοπρωτία που δείχνουν ορισμένοι μαθητές, οι οποίοι παρακινούνται περισσότερο από το σπίτι τους ίσως ή και κάποιους φροντιστές ακόμα στις εξετάσεις. Αριστεία είναι το πνεύμα διάκρισης που οδηγεί στην άμιλλα, ενώ φιλοπρωτία το πάθος της πρωτιάς που γεννά τον ανταγωνισμό. Η πρώτη είναι αρετή η δεύτερη αρρώστια. Το πάθος αυτό της φιλοπρωτίας έφθειρε τα ήθη των ηρώων, τους τύφλωνε τον νου, τους έκανε να ζηλεύουν και να φθονούν τους άλλους και τελικά τους οδηγούσε στην καταστροφή. Έτσι κι ο Τελαμώνιος Αίας θύμωσε που δεν πήρε τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα, "αριστίνδην", απ' τους άλλους Αχαιούς, κυριεύτηκε από την άτη, τη συσκότιση του νου, γιατί αυτοί τα δώσανε στον Οδυσσέα, κι έτσι έσφαξε χολωμένος ένα κοπάδι βόδια και μετά από την ντροπή του αυτοκτόνησε, από "υπεροψίαν και μέθην".  Αλλά κι ο Θεμιστοκλής έχασε τον ύπνο του από τη νίκη του Μιλτιάδη στον Μαραθώνα «ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον» («δεν με αφήνει να κοιμηθώ το τρόπαιο του Μιλτιάδη»).     
       Το κακό για την εκπαίδευση άρχισε όταν καταργήθηκε η αριστεία στα δημοτικά σχολεία και αντί της αριθμητικής βαθμολογίας, που ίσχυε παλιά και διέκρινε τους μαθητές σε άριστους, πολύ καλούς, καλούς, μέτριους, κάτω του μετρίου και ανεπίδεκτους μαθήσεως, καθιερώθηκε το Α, Β, Γ και χάθηκε η παρτίδα. Τότε οι δάσκαλοι δυσκολεύονταν να βάλουν το Β κι έβαζαν με ευκολία το Α, γιατί τους πίεζαν με τον τρόπο τους οι φορτικοί γονείς, που ήθελαν να δούνε τα παιδιά τους να ξεχωρίζουν και ίσως να παίρνουν και τη σημαία στο τέλος, αφού γινόταν κλήρωση και η τύχη έτρωγε τον πραγματικά άριστο. Εννοείται πως Γ δεν έμπαινε ποτέ, εκτός κι αν ήσουν ειδική περίπτωση. Αυτοί οι μαθητές λοιπόν μετά στο Γυμνάσιο, πέρναγαν τις τάξεις χαλαρά ή έβγαζαν και βαθμό, αφού η επιείκεια των καθηγητών έδενε με τη βαθμοθηρία των γονιών και όλοι ήταν ευχαριστημένοι, άσχετα αν τα παιδιά δε μάθαιναν και πολλά πράγματα και αναγκάζονταν να πάνε φροντιστήριο για να τα καταλάβουν μετά στο Λύκειο, το οποίο βέβαια και συνέχιζε στο ίδιο πνεύμα της βαθμοθηρίας με εικονικούς βαθμούς και αριστούχους, ιδίως στη Γ τάξη, αφού το απολυτήριο μέτραγε στο σύνολο των μορίων εισαγωγής στις Πανελλαδικές εξετάσεις. Έτσι αριστεία ουσιαστικά υπήρχε μόνο στα γραπτά των Πανελλαδικών, που έδειχναν και την πραγματική εικόνα του μαθητή, κι αυτό σχετικό είναι. Και τώρα λέει θέλουν να βάλουν την ίδια βαθμολογική κλίμακα Α, Β, Γ που ισχύει στο Δημοτικό, και στο Λύκειο. Αυτό μας έλειπε...
    Η αριστεία δεν ταυτίζεται με την αριστοκρατία πλέον ας το ξεκαθαρίσουμε, ούτε με την πλουτοκρατία βεβαίως. Αυτό γιατί θεωρήθηκε από ορισμένους ότι τα πρότυπα σχολεία ήταν τα προνομιακά σχολεία των πλουσίων και της "καλής κοινωνίας" και γιαυτό καταργήθηκαν. Ο διαχωρισμός τους αφορούσε ποιοτικά χαρακτηριστικά λειτουργίας και όχι οικονομικά κριτήρια χρηματοδότησης. Εξάλλου και οι πιο πολλοί μαθητές τους ανήκαν στη μεσαία τάξη. Η αριστεία κάποιους τους ενοχλούσε, τη θεωρούσαν ταξική, συστημική και αντιδραστική ως άποψη, γιατί δεν ήταν εξισωτική στη βάση της και λαϊκιστική δηλαδή βολική στα σχέδιά τους για το νέο σχολείο με τις ποικίλες δράσεις (sic.) και δραστηριότητες, τα βιωματικά πρότζεκτ, τα νέα προγράμματα, οργανογράμματα, την κλήρωση της σημαίας, την κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων, την κατάργηση (!) των Πανελλαδικών  εξετάσεων κλπ.
      Η αριστεία δεν αφορά μόνο τους μαθητές, αφορά και εμάς τους καθηγητές. Είναι το κίνητρο που λείπει από τους περισσότερους και ίσως η τελευταία ελπίδα για την εκπαίδευση μετά από συνεχείς και ανεπιτυχείς μεταρρυθμίσεις. Είναι η δύσκολη επιλογή γιατί θυμίζει αξιολόγηση. Και στο δημόσιο σχολείο η αξιολόγηση ακούγεται περισσότερο ως απειλή και λιγότερο ή καθόλου ως επιβράβευση. Ας αναλογιστούμε επομένως την ευθύνη που μας αναλογεί, αν νιώθουμε και την ανάγκη να γίνουμε καλύτεροι. Ή και ακόμα καλύτεροι δηλαδή άριστοι...
                                   

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Ρατσισμός, ξενοφοβία & στερεότυπα

   
Ολυμπιακοί αγώνες του 1968, Μεξικό: Κατά την απονομή των μεταλλίων για τα 200 μέτρα, οι αφροαμερικανοί αθλητές Tommie Smith και John Carlos, οι επονομαζόμενοι και "μαύροι πάνθηρες" διαμαρτύρονται κατά των φυλετικών διακρίσεων στη χώρα τους με σκυμμένα κεφάλια, μαύρα γάντια και υψωμένες γροθιές.
                               
ΦΥΛΕΤΙΚΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ. ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ 
                                                                            
                                                                                                 Παπατσίρος Απόστολος
                                                                                                           φιλόλογος
ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΝΝΟΙΩΝ - ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ:                           

Ρατσισμός ή φυλετισμός είναι το δόγμα της εθνικής ή φυλετικής καθαρότητας και υπεροχής. 

    Ο όρος προέρχεται από τη λέξη ράτσα (razza ή race) που σημαίνει φυλή και είναι μεταφορά του όρου racism. Γεννήθηκε στις δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας σε περιόδους ιδεολογικής σύγχυσης από φαντασιώσεις και μαζικές ψυχώσεις λαών, που αυτοαποκαλούνταν ¨περιούσιοι¨, εκλεκτοί, καθαροί και πολιτισμικά ανώτεροι και οδήγησε σε φυλετικές διώξεις, αιματηρούς πολέμους και γενοκτονίες λαών (Ινδιάνοι-Εβραίοι). Στην πορεία ο όρος δεν περιορίστηκε στα φυλετικά ή βιολογικά γνωρίσματα των ανθρώπων, αλλά προσέλαβε επιπλέον εθνικά χαρακτηριστικά και στοιχεία από την ιδιαίτερη θρησκευτική, γλωσσική και πολιτιστική παράδοση των λαών. Περισσότερη εξάπλωση θα αποκτήσει κατά την περίοδο των μεγάλων ανακαλύψεων και της αποικιοκρατίας που ακολούθησε, καθώς δικαιολογούσε την εκμετάλλευση των σκλάβων και κυρίως των μαύρων Αφρικανών, από τους ισχυρούς και κορυφώθηκε στην περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης στις δυτικές κοινωνίες. Τότε έγινε και προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης του ιδεολογήματος του ρατσισμού από τον J. A. Gobineau (1816-1882) και το ¨Δοκίμιο περί της ανισότητας των ανθρώπινων φυλών¨ και τον H. St. Champerlain (1855-1927). 

   Συναφής έννοια του ρατσισμού είναι σήμερα η ξενοφοβία* δηλαδή ο συνειδητοποιημένος φόβος των ανθρώπων στα όρια μιας εθνικής κοινωνίας, από την απειλή των ξένων που ζουν στη χώρα τους. Η ξενοφοβία είναι συναίσθημα απόγνωσης και αποστροφής για την εσωτερική κατάσταση της χώρας από τη μαζική είσοδο ξένων και κυρίως λαθρομεταναστών, ενώ ο ρατσισμός είναι κοινωνική και πολιτική ιδεολογία, που στηρίζεται στην αρχή της ανισότητας των φυλών και επιδιώκει την οργανωμένη δίωξή τους ή τον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό μειονοτήτων. Ανάμεσα στις δυο έννοιες υπάρχει μεγάλο κενό, αλλά συνδέονται με σχέση αιτίας-αιτιατού, γιατί ο ξενοφοβικός εύκολα μπορεί να οδηγηθεί στον ρατσισμό αν υιοθετήσει σταδιακά την επιχειρηματολογία του. Στην Ελλάδα γενικά δεν υπάρχει φυλετικός ρατσισμός, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά ξενοφοβία, που αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της εγκληματικότητας, που γεννά την ανασφάλεια και τον φόβο στους ανθρώπους, αλλά και στην υψηλή ανεργία ορισμένων κλάδων, λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού. 

   Η πιο ήπια και η πιο διαδεδομένη σύγχρονη μορφή ρατσισμού -και στην Ελλάδα- είναι αναμφισβήτητα ο κοινωνικός ρατσισμός, που οδηγεί στον κοινωνικό διαχωρισμό, τον αποκλεισμό ή την περιθωριοποίηση άτομα και ομάδες που γεννήθηκαν διαφορετικοί ή απλώς επέλεξαν να ζουν διαφορετικά. Κοινωνικός ρατσισμός είναι η αίσθηση υπεροχής ατόμων ή ομάδων μέσα σε μια κοινωνία και η παράλληλη απόρριψη ή αποφυγή όσων δεν ακολουθούν τον κανόνα και αποκλίνουν λόγω φυσικής ιδιαιτερότητας ή ηθικής και άλλης κοινωνικής επιλογής από το συμβατό πρότυπο. Κοινωνικό ρατσισμό υφίστανται οι τσιγγάνοι (αθίγγανοι - ρομά - γύφτοι), οι περιθωριακοί, οι αναρχικοί, οι τοξικομανείς, οι αλκοολικοί, οι πρώην κατάδικοι, οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι επαίτες, οι ομοφυλόφιλοι, οι φορείς ή ασθενείς του AIDS, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και άλλα υποσύνολα της κοινωνίας. 

  Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έννοια του κοινωνικού ρατσισμού και να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα πρέπει να σταθούμε στα διάφορα κοινωνικά στερεότυπα που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Τα στερεότυπα είναι εκ των προτέρων διαμορφωμένες γενικευτικές κρίσεις, κατά κανόνα αρνητικές, για τα κοινωνικά φαινόμενα ή προβλήματα και τους εθνολογικούς τύπους των ανθρώπων. Είναι κυρίως λεκτικές κατασκευές (γλωσσικά στερεότυπα) με ιδεολογικό φορτίο και σαφή πρόθεση να διαμορφώσουν ενιαία στάση με την υιοθέτηση αξιακών κρίσεων, οι οποίες επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Τα στερεότυπα έτσι διαιωνίζουν μίση, δημιουργούν προσχήματα για βίαιες ή ανήθικες πράξεις, προσφέρουν άλλοθι σε εσωτερικές ανεπάρκειες και υποκαθιστούν τα λογικά επιχειρήματα. Τα παραδείγματα είναι άφθονα για κάθε λαό και τα χαρακτηρολογικά στοιχεία των ανθρώπων. Οι Εβραίοι θεωρούνται γενικώς σιωνιστές και παραδόπιστοι, είναι δηλαδή πίσω απ’ όλα και κινούν τα νήματα, αφού ελέγχουν οικονομικά τον κόσμο, οι Αμερικανοί θεωρούνται γενικώς ¨ξενέρωτοι¨ γιάπις ή ¨φονιάδες των λαών¨, ενώ οι Τούρκοι είναι ¨μπουνταλάδες¨ και απολίτιστοι κ.ο.κ Όλη αυτή η σημειολογία των στερεοτύπων επιδρά ανεπαίσθητα στο θυμικό των ανθρώπων, γιατί δεν αντέχει σε λογική επεξεργασία και κρίση, αλλά εξηγεί εύκολα και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, που δέχονται κρυφά ή φανερά τον ρατσισμό ή διακατέχονται από ξενοφοβία. 

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ:

1. Οι διακρίσεις μεταξύ φυλών σε βιολογικά και πνευματικά ανώτερες και άλλες κατώτερες. Στην Ινδία μάλιστα αυτός ο διαχωρισμός σε κάστες (κλειστές τάξεις) γίνεται από την ίδια τη θρησκεία (Ινδουισμός).

2. Η άνοδος του εθνικισμού στην Ευρώπη, που υπερθεματίζει την εθνική καθαρότητα και υπεροχή ενός λαού εν αντιθέσει με τους άλλους λαούς ή τις μειονότητες που βρίσκονται στη χώρα του. 

3. Η αναβίωση του ναζισμού και του φασισμού στην Ευρώπη, που δεν εκφράζεται πολιτικά μόνο από οργανώσεις ή ομάδες, αλλά και από εκλεγμένα ακροδεξιά ή φασιστικά κόμματα.

4. Η μοιρασιά του κόσμου σε πλούσιους και φτωχούς δηλαδή αναπτυγμένους – πολιτισμένους λαούς από τη μια και υπανάπτυκτους – τριτοκοσμικούς από την άλλη. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη με τον πλούσιο και αναπτυγμένο Βορρά και τον φτωχό και αναπτυσσόμενο Νότο. 

5. Οι ανταγωνισμοί ισχυρών κρατών στην Ευρώπη με παρελθόν αντιπαλότητας, συγκρούσεων και εθνικά στερεότυπα που εμποδίζουν την ευρωπαϊκή συνεργασία και ολοκλήρωση, όπως για τους Γάλλους ότι είναι σοβινιστές, τους Άγγλους ότι είναι σνομπ, φλεγματικοί κ.ο.κ

6. Οι διαχωριστικές γραμμές στις Η.Π.Α ανάμεσα στους ευκατάστατους λευκούς Αμερικανούς (απογόνους βορειοευρωπαίων) τους μαύρους Αφροαμερικανούς των ¨γκέτο¨ και λατινογενείς ή ασιατικούς πληθυσμούς των υποβαθμισμένων περιοχών. 

7. Οι διακρίσεις, η αλαζονική και αντικοινωνική συμπεριφορά σε όλες τις κατηγορίες του κοινωνικού ρατσισμού. 

ΑΙΤΙΕΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ:

1. Τα οικονομικά οφέλη για εκείνους που επινοούν και αποδέχονται τις ρατσιστικές θεωρίες. Έτσι η υποτιθέμενη ανωτερότητα της λευκής φυλής και η εκμετάλλευση των μαύρων σκλάβων από την Αφρική εξυπηρετούσε τον οικονομικό σχεδιασμό της Αμερικής, που είχε μεγάλη ανάγκη σε εργάτες γης για τις απέραντες εκτάσεις της και τις φυτείες καλαμποκιού και ζαχαροκάλαμου. Αυτή η εκμετάλλευση των δούλων υπήρχε πάντα σ’ όλους τους ιστορικούς λαούς, ακόμα και τους πιο πολιτισμένους και ήταν αποδεκτή κατάσταση, εντελώς φυσιολογική που εξυπηρετούσε τον καταμερισμό έργου. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον δούλο ¨κτήμα τι έμψυχο¨ γιατί οι ελεύθεροι πολίτες της εποχής του δεν έπρεπε να δουλεύουν, ακριβώς γιατί υπήρχαν οι δούλοι, που προέρχονταν από τη λεία των πολέμων ή ήταν εξαγορασμένοι (αργυρώνητοι). 

2. Οι θρησκείες που έκαναν λόγο για εκλεκτούς λαούς, διαχώριζαν τους ανθρώπους σε πιστούς και απίστους και διαιώνιζαν τη μισαλλοδοξία μεταξύ τους με αιματηρούς πολέμους, όπως οι Σταυροφορίες και εγκλήματα σαν αυτά της Ιεράς Εξέτασης τον μεσαίωνα. 

3. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις των ανθρώπων, που οφείλονται στην αμάθεια τους ή την τακτική προπαγάνδα των χωρών τους να δημιουργούν φανταστικούς εχθρούς. Υπάρχουν δηλαδή σκοπιμότητες κοινωνικού και πολιτικού σχεδιασμού για να ισχυροποιηθεί η κοινωνική δομή όσο και η θεσμική εξουσία, που αποκτά έτσι έργο καταστολής ή διώξεων ενδυναμώνοντας παράλληλα την ιδεολογική της βάση. Έτσι η δαιμονοποίηση ενός αντιπάλου, πραγματικού ή φανταστικού, συνέχει την ομάδα και ισχυροποιεί την εθνική της ομοιογένεια και ταυτότητα αποκλείοντας κάθε άλλη ετερότητα ή μειονότητα. 

4. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών έφερε στην επιφάνεια εγγενείς αδυναμίες των ανθρώπων, συμπλέγματα ανωτερότητας, κοινωνικούς ανταγωνισμούς, ταξικούς διαχωρισμούς και ξενοφοβικές τάσεις. Ο ρατσισμός των πόλεων είναι πιο εμφανής γιατί αναφύονται προβλήματα αρμονικής συνύπαρξης ανάμεσα σε εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, που αποδίδονται και στη διάχυτη εντύπωση τους ότι απειλείται ή παραβιάζεται ο αναγκαίος ζωτικός τους χώρος.

5. Το έλλειμμα ανθρωπισμού της εποχής μας, που είναι αποτέλεσμα ηθικής αδιαφορίας, κυνισμού, αμοραλισμού και εκμαυλισμού συνειδήσεων. Ο καταναλωτισμός, ο ισοπεδωτικός κομφορμισμός και η απαξίωση της πνευματικότητας απομυζούν και την τελευταία ικμάδα ευαισθησίας για τον συνάνθρωπο. Σ’ αυτή την κρίση ανθρωπισμού της εποχής μας, μας οδήγησε και το στρεβλό εκπαιδευτικό σύστημα, που επικεντρώνεται στη σκόπιμη ή ¨χρήσιμη γνώση¨ και το σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων και όχι την ¨παιδεία ανοικτών οριζόντων¨ ή την ηθική, κοινωνική και πολιτική αγωγή των νέων. 

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ:

1. Η κοινωνική περιθωριοποίηση, η απομόνωση και ο αποκλεισμός ατόμων ή φυλετικών ομάδων (γκέτο) που αντιμετωπίζονται γενικά ως ¨απόβλητοι¨, ¨μιάσματα¨, ¨κοινωνικά παράσιτα¨, ¨υπάνθρωποι¨ ή ¨αποβράσματα¨ της κοινωνίας.

2. Η διαιώνιση της ανισότητας και της κατάφωρης αδικίας εις βάρος των αδύναμων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων, κυρίως μεταναστών, με την ανοχή ή ακόμα και τη συγκάλυψη διαφόρων κυβερνήσεων. 

3. Η ωμή καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων κατά παράβαση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και της Διεθνούς Αμνηστίας. 

4. Η βία όμως γεννά βία και οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες στο εσωτερικό των κοινωνιών, οπότε απειλείται σοβαρά η κοινωνική συνοχή και ειρήνη μιας χώρας. Τα πιο πολλά προβλήματα έχουν οι χώρες με εθνικές μειονότητες, γιατί είναι ορατός ο κίνδυνος εσωτερικής διάσπασης και εμφυλίου. 

5. Ο εθνοκεντρισμός και ο θρησκευτικός φανατισμός με το ρατσιστικό τους υπόστρωμα και τον εγερτικό τους λόγο, παροξύνουν τους λαούς τους οδηγούν στη μισαλλοδοξία, την πολεμική προπαρασκευή και τελικά στη σύγκρουση. Ας μην ξεχνάμε ότι η γενοκτονία των Εβραίων κατά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ένα τέτοιο προμελετημένο και οργανωμένο έγκλημα.

6. Ο ρατσισμός είναι το αγκάθι στις σχέσεις των λαών, που εμποδίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου μεταξύ τους ή ειρηνευτική πρωτοβουλία του ΟΗΕ για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης στα πολιτικά τους προβλήματα. Το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Εβραίων και Αράβων στα κατεχόμενα εδάφη του Ισραήλ, είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση μισητών εχθρών στην ιστορία, που δεν μπορούν να ειρηνεύσουν με τίποτα και να συνυπάρξουν από το 1948 και μετά. 

7. Τα ρατσιστικά εγκλήματα είναι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και του παγκόσμιου πολιτισμού. Τα θύματα δεν είναι μόνο άνθρωποι, αλλά και έργα τέχνης και πολιτισμού, που καταστρέφονται για να χάσει ο μισητός εχθρός τις πνευματικές του ρίζες ή την πολιτιστική του ταυτότητα. Αρκεί να θυμηθούμε τη λεηλασία των μνημείων των προκολομβιανών πολιτισμών, την καταστροφή τους από τους Ισπανούς και λοιπούς κατακτητές, ιεραποστόλους και γενικώς τυχοδιώκτες (conqistadores) ή ακόμα την καύση των ¨απαγορευμένων¨ βιβλίων και όχι μόνο ανθρώπων, από τους ιεροξεταστές του μεσαίωνα ή τους ναζί κατά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. 


ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ:

1. Για την αντιμετώπιση του πολιτικού προβλήματος του ρατσισμού απαιτείται η δραστική παρέμβαση από τους διεθνείς οργανισμούς και τις αναπτυγμένες οικονομικά και πολιτισμικά χώρες του κόσμου, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο συνεργασίας για την καταπολέμηση των αιτιών που γενούν και αναπαράγουν το φαινόμενο του ρατσισμού. Χρειάζεται επομένως η πολιτική βούληση των ισχυρών, που θα πρέπει να δείξουν οι ίδιοι πρώτα το καλό παράδειγμα στο εσωτερικό τους και μετά να εμπνεύσουν στους λαούς διεθνιστική και ανθρωπιστική αλληλεγγύη. Απαιτείται γι’ αυτό η αντιμετώπιση και η επίλυση των προβλημάτων που οδηγούν σε ρατσιστικές εκδηλώσεις, όπως η μαζική μετακίνηση πληθυσμών από τριτοκοσμικές χώρες, οι εθνικιστικές διαμάχες και οι φυλετικές συγκρούσεις σε χώρες όπου οι πληθυσμοί συμπλέκονται. Η πολιτική συνεργασία των ισχυρών του κόσμου θα πρέπει να εκπορεύεται από το πνεύμα διεθνισμού και οικουμενισμού, να ακολουθεί τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και να υλοποιεί τα ψηφίσματα του ΟΗΕ. 

2. Όσοι ανήκουν στην πνευματική ηγεσία, την Intelligentsia, άνθρωποι φωτισμένοι και διαπρεπείς στον χώρο του ο καθένας, θα πρέπει να συστρατευθούν στην προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ των λαών και άρσης των φυλετικών, εθνικιστικών, πολιτικών και άλλων προκαταλήψεων του παρελθόντος. Ειδικοί επιστήμονες βιολόγοι, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, εγκληματολόγοι, κοινωνικοί ψυχολόγοι πρέπει να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν με κάθε δυνατό τρόπο με τους ανθρώπους, να ξεδιαλύνουν τις μαζικές πλάνες ή τους εθνικούς μύθους και να τους διαφωτίσουν, γιατί δεν υπάρχουν οντολογικές διαφορές ανάμεσα τους που να δικαιολογούν την ανισότητα.

3. Οι ταγοί των επιμέρους θρησκειών και οι αρχηγοί των εκκλησιών πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους με πνεύμα ταπεινότητας και καταλλαγής, ώστε να καταπολεμηθεί το σαράκι του φανατισμού, που γεννά τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό στους ανθρώπους και μετά τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Εφόσον υπέρτατος σκοπός τους είναι η λύτρωση του ανθρώπου και η σωτηρία του κόσμου όλου, πρέπει να εμπνέουν την αγάπη και την ειρήνη στις καρδιές των ανθρώπων που ποιμαίνουν και καθοδηγούν και όχι να εξάπτουν τα πνεύματα των πιστών για να τους κάνουν οπαδούς ή να μυκτηρίζουν τις θρησκευτικές παραδόσεις άλλων λαών. 

4. Επειδή ο ρατσισμός είναι βαθιά ριζωμένος στη συνείδηση των ανθρώπων και διαμορφώνει τη νοοτροπία ζωής ακόμα και των μικρών παιδιών, γι’ αυτό επιβάλλεται η προσπάθεια καταπολέμησης του αναλφαβητισμού με τη γενίκευση των προγραμμάτων εκπαίδευσης σε όλες τις χώρες του κόσμου και η παράλληλη ενημέρωση και κοινωνική επιμόρφωση των ανθρώπων, που δεν ευτύχησαν να πάνε ποτέ σχολείο, γιατί οι γενικότερες συνθήκες δεν τους το επέτρεπαν. Η μόρφωση δεν πρέπει να είναι προνόμιο, αλλά δικαίωμα κάθε παιδιού στον κόσμο και γι’ αυτό η UNESCO κάνει μεγάλες προσπάθειες για να δώσει στα παιδιά την ευκαιρία αυτή, που δεν μπορούν να τους δώσουν οι χώρες τους. Έτσι όταν οι άνθρωποι θα έχουν αποκτήσει αληθινή μόρφωση δε θα οδηγούνται και στην παραμόρφωση της ιστορίας τους ή της ιστορίας των άλλων.  Σ’ αυτό τον σκοπό πρέπει να τονίσουμε και την ιδιαίτερη αξία που έχουν οι δάσκαλοι στα σχολεία -και στον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο- ως διαμορφωτές παιδικών ψυχών και δημιουργοί ονείρων. Η αληθινή γνώση και η επαφή με την κουλτούρα των άλλων λαών, στο πλαίσιο της σχολικής αγωγής και μάθησης, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια καλύτερη σχέση κι επικοινωνία με τον κόσμο γενικότερα και την άρση των φυλετικών διακρίσεων ή διαχωρισμών. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:

  Κανένας άνθρωπος δεν επέλεξε ο ίδιος το που, το πότε και το τι θα γεννηθεί. Το να θεωρούμε κάποιον βδελυρό ή αποδιοπομπαίο γιατί γεννήθηκε Αφρικανός ή Ασιάτης είναι καθαρή διαστροφή. Ο φελάχος, ο βουσμάνος, ο μογγόλος, ο μολούκος, ο τάταρος ή ο πυγμαίος είναι άνθρωποι όπως κι εμείς. Το ότι είναι διαφορετικοί από εμάς δεν τους κάνει κατώτερους. Ας σκεφτούμε για λίγο πως θα ήταν η ζωή μας αν δεν είχαμε γεννηθεί λευκοί, πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, υπερήφανοι Έλληνες ή ό,τι άλλο είναι ή δηλώνει ο καθένας μας, πόσο θα άλλαζε ο κόσμος μας με μιας, αν είχαμε γεννηθεί σε μια φτωχή χώρα της Αφρικής ή της Ασίας. Θα είχαμε άραγε λιγότερη ανάγκη για τροφή ή ελευθερία; Μάλλον όχι! Θα θέλαμε οι άλλοι να μας αντιμετωπίζουν, όπως σκεφτόμαστε εμείς τώρα γι’ αυτούς, δηλαδή απαξιωτικά; Μάλλον όχι! Κανένας λοιπόν δεν μπορεί να υποτιμά κανέναν για την καταγωγή του, το χρώμα του δέρματος ή το παρουσιαστικό του, ούτε και να υπερηφανεύεται για όσα τού ’δωσε η τύχη. Περήφανοι μπορούμε να είμαστε μόνο αν δεν είμαστε ρατσιστές! 


ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:

1. ¨Ο ρατσισμός είναι μια αποφυάδα, μια μεταμόρφωση ιδιαίτερα οξεία και παροξυστική, μια τερατώδης ειδοποιία των ανθρώπινων κοινωνιών…Είμαστε ένας πολιτισμός μεταξύ των άλλων και αυτός πολιτισμός είναι μοναδικός στο βαθμό που αναγνωρίζει την ετερότητα των άλλων… Ο αγώνας εναντίον του ρατσισμού είναι πάντοτε αγώνας ουσίας.¨ 
                                      Κορνήλιος Καστοριάδης:  "O θρυμματισμένος κόσμος".

2. ¨Η μορφολογική ανθρωπολογία έχει πια αντικατασταθεί από τη γενετική ανθρωπολογία, η οποία δεν μπορεί να στηρίξει την άποψη περί υπάρξεως καθαρών φυλών του ανθρώπου. Πρέπει επίσης να γίνει σαφές ότι οι όποιες γενετικές διαφορές μεταξύ ομάδων ή ¨φυλών¨ δεν μπορούν να τιτλοδοτήσουν τα άτομα ή τις ομάδες ως ανώτερες ή κατώτερες. Άνθρωποι διαφορετικοί δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη άνισοι, καλύτεροι ή χειρότεροι, ανώτεροι ή κατώτεροι.¨ 
                                 Σταμάτης Ν. Αλαχιώτης, "Ο μίτος του ρατσισμού", (εφημ. Το Βήμα). 

3. ¨Ούκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ούκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ούκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γάρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού.¨ 
                                                            Απόστολος Παύλος (προς Γαλάτας 3, 28)

4. "Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα ακόμη και η Πολιτεία του Μισισίπι, μια έρημη πολιτεία, πνιγμένη από τη λάβρα της αδικίας και της καταπίεσης, θα μεταμορφωθεί σε μια όαση ελευθερίας και δικαιοσύνης. Έχω ένα όνειρο ότι τα τέσσερα παιδιά μου μια μέρα θα ζήσουν σε ένα έθνος, όπου δε θα κριθούν από το χρώμα του δέρματος τους, αλλά από το περιεχόμενο του χαρακτήρα τους. (…) Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα η πολιτεία της Αλαμπάμα θα μεταμορφωθεί σε μια πολιτεία, όπου τα μικρά μαύρα αγόρια και κορίτσια θα μπορέσουν να πιαστούν χέρι με χέρι με τα μικρά λευκά αγόρια και κορίτσια και να περπατήσουν μαζί σας αδελφές και αδελφοί".
                   Μάρτιν Λούθερ Κινγκ  (28 Αυγούστου 1963, ιστορική ομιλία στην Ουάσιγκτον)


*Για την ξενοφοβία περισσότερα εδώ: http://papatsiros.blogspot.gr/2016/10/blog-post_26.html