Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Λόγιες λέξεις και αρχαιοπρεπείς εκφράσεις.


Λόγιες λέξεις και αρχαιοπρεπείς εκφράσεις 
Πως να εμπλουτίσετε τον λόγο σας.  
                                                                   Παπατσίρος Απόστολος 
                                                                                                 φιλόλογος     
α                                                                
αβρόχοις ποσί: χωρίς να βρέξει τα πόδια του, δηλ. άκοπα, ακούραστα.
Αβδηρίτης: αυτός που είναι από τα Άβδηρα, γεν. ολιγόμυαλος, ματαιόδοξος, επιδειξιομανής εξ ου και αβδηριτισμός δηλ. ακρισία, κενοδοξία.
αβελτηρία: ανοησία, μωρία.
αγαστός: αξιοθαύμαστος (πχ. συνεργασία).
άγος: έγκλημα.
άθυρμα: παίγνιο, άβουλο ον, φερέφωνο.
αιδώς Αργείοι: ντροπή Αργείοι, φράση του Στέντορα όταν οι Αχαιοί έχαναν τη μάχη (Ιλιάδα.Ε 787). Λέγεται με αποστροφή και ειρωνεία για αυτούς που αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων.
αιδήμων σιγή: ένοχη σιωπή.
αιέν αριστεύειν: πάντα να αριστεύεις. (Ιλιάδα Ζ 208:αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων).
αίολα επιχειρήματα: αβάσιμα, αστήρικτα επιχειρήματα, (έωλος είναι ο χθεσινός, ο μπαγιάτικος).
ακκίζομαι: αυτοθαυμάζομαι, καμαρώνω με τον εαυτό μου ή κάνω νάζια (ιδίως για γυναίκες).
αλχημεία: μεθόδευση, πονηρία.
Αμαζόνες: γυναίκες που ιππεύουν έξοχα, πολύ δυναμικές.
Αμάλθειον κέρας: πηγή αφθονίας, αγαθών, (μυθ. από την κατσίκα Αμάλθεια που έθρεφε τον Δία).
αιχμή του δόρατος: κύριο σημείο κρούσης και υπεροχής, το βασικό όπλο.
Αμφιτρύων: ο διοργανωτής συμποσίου, ο οικοδεσπότης της δεξίωσης.
αμφότεροι: και οι δύο.
ανακρούω πρύμναν: φεύγω άτακτα, υποχωρώ.
αναφανδόν: φανερά.
ανέκαθεν: από παλιά, πάντα.
αντίπαλον δέος: ο φόβος του εχθρού
αποδιοπομπαίος τράγος: εξιλαστήριο θύμα.
από καθέδρας: από ψηλά, από θέση ισχύος.
από μηχανής θεός: ανέλπιστη βοήθεια που δίνει τη λύση.
αποφράς ημέρα: καταραμένη μέρα
αποχρώσαι ενδείξεις: επαρκείς ενδείξεις, όχι όμως αποδείξεις.
άρδην: ριζικά, εντελώς.
αρειμάνιος: επιθετικός, πολεμοχαρής.
Αρμαγεδδών: Βιβλικός τόπος της τελικής σύγκρουσης του Καλού με το Κακό, ολική καταστροφή.
άρχειν και άρχεσθαι: να εξουσιάζει και να εξουσιάζεται.
ασκαρδαμυκτί: χωρίς να κλείνει τα βλέφαρα, με τεταμένη την προσοχή, αφοσίωση.
ασκός του Αιόλου: η πηγή της καταστροφής, η αιτία του κακού.
Άτη: με κεφ. είναι η προσωποποίηση της συμφοράς, ενώ άτη με μικρό είναι η συσκότιση, η σύγχυση του νου.
αυτόχθων: γηγενής, ημεδαπός, εντόπιος, επιχώριος.
αυθωρεί και παραχρήμα: χωρίς χρονοτριβή, αμέσως.
αυτόχρημα: αμέσως, ταυτόχρονα.
άχθος αρούρης: βάρος της γης, περιττό φορτίο δηλ. άχρηστος, φράση του Αχιλλέα (Ιλ. Σ 104).
αχίλλειος πτέρνα : το σημείο που είναι ευάλωτος, τρωτός κάποιος.

β
Βαβέλ: ειδ. ουρανομήκης ή δαιδαλώδης κατασκευή, γεν. σύγχυση, ασυνεννοησία.
Βαλκυρίες: βόρειες θηλυκές θεότητες του Οντίν που συνόδευαν τους ήρωες νεκρούς στον Άδη.
βουστροφηδόν: όπως οργώνει το βόδι από τη μια άκρη στην άλλη, τρόπος γραψίματος σε σχήμα s.

γ
γαία πυρί μειχθήτω: η γη και η φωτιά ας γίνουν ένα, δεν πάει να καεί το σύμπαν.
γερανοί του Ιβύκου: αποκάλυψη ενόχου και απόδοση δικαιοσύνης μετά θάνατον, πρβ. θεία δίκη.
γη και ύδωρ: απόλυτη υποταγή, παράδοση στον εχθρό της γης και των νερών δηλ. της πατρίδας.
γη Χαναάν: η γη της επαγγελίας.
γόρδιος δεσμός: άλυτος γρίφος.
γράμμα κενόν: ανεκπλήρωτο, ανεφάρμοστη ή άνευ σημασίας διάταξη.

δ
δαμόκλειος σπάθη: σπαθί που κρεμόταν από τρίχες αλόγου πάνω από τον θρόνο του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου Β΄. Δαμοκλής ήταν ένας δουλοπρεπής υπηρέτης του, που θέλησε να καθήσει στο θρόνο του για να νιώσει ισχυρός,  μτφ. διαρκής απειλή, άμεσος κίνδυνος, επισφαλής εξουσία.
Δάμων και Φιντίας: αχώριστοι φίλοι, πιστοί.
διά πυρός και σιδήρου: μέσα από μεγάλες δυσκολίες ή κινδύνους.
διαρρήδην: κατηγορηματικά, ρητά.
διά το θεαθήναι: για τα μάτια του κόσμου, για τις εντυπώσεις όχι για την ουσία.
διάττων αστήρ: αστέρι που μεσουράνησε, έλαμψε κι έσβησε γρήγορα, πρόσκαιρη δόξα.
διέβην τον Ρουβίκωνα: πέρασα τα όρια, υπερέβην τα εσκαμμένα, βαδίζω για σύγκρουση.
διελκυστίνδα: κυρ. παιχνίδι δύο ομάδων με το τράβηγμα ενός σκοινιού, μτφ. αντιπαράθεση.
δίκην (+ γεν.): επιρ. όπως, ωσάν, πχ. δίκην νυμφίου, σαν γαμπρός.
διονυσιασμός: γλυκιά μέθη, έκσταση, παράλογη μανία.
Διόσκουροι: παιδιά του Δία (Κάστωρ και Πολυδεύκης), αχώριστοι, ταιριαστοί.
δούναι και λαβείν: το πάρε δώσε, η αμφίδρομη σχέση, η συναλλαγή, η δοσοληψία, η αντίδοση.
δούρειος ίππος: ύπουλο τέχνασμα, αδιόρατη απειλή.
δρακόντεια μέτρα: πολύ αυστηροί νόμοι, από τη νομοθεσία του Αθηναίου Δράκοντα που έλεγαν ότι ήταν γραμμένη με αίμα.
δώρον άδωρον: ανώφελο δώρο, άνευ ουσίας κατάσταση, κάτι που δεν έχει αντίκρισμα.

ε
εάλω η Πόλις: η Πόλη έπεσε, κυριεύτηκε.
Εγκέλαδος: μτφ. σεισμός, κυρ. ένας από τους Τιτάνες που προκαλούσε αναταράξεις στη γη.
είθισται: συνηθίζεται.
ειρήσθω εν παρόδω: ας ειπωθεί παρεμπιπτόντως ή σε παρένθεση, επί τη ευκαιρία.
εις επίκοον όλων: για να τ’ ακούσουν όλοι καλά.
εις επίρρωσιν: προς επιβεβαίωση, σε ενίσχυση ή απόδειξη ισχυρισμού.
εις το διηνεκές: για πάντα, αείποτε.
εκάστοτε: κάθε φορά.
εκατέρωθεν: και από τις δύο πλευρές, ένθεν και ένθεν.
εκατόμβη: κυρ. θυσία εκατό βοδιών, μτφ. μεγάλη ανθρωποσφαγή.
εκ βαθέων: από το βάθος της ψυχής, μύχια, ειλικρινώς, λατ. De profundis.
εκ βάθρων: ριζικά, από τη βάση.
εκτοξεύει μύδρους: εκτοξεύει απειλές, (μύδροι =πυρακτωμένα σίδερα).
εκ του μη όντος: εκεί που δεν υπήρχε.
εκ του σύνεγγυς: από κοντά.
εκ των ένδον: από μέσα.
εκ των ενόντων: από τους ίδιους, τους ήδη υπάρχοντες, πχ δόθηκε λύση εκ των ενόντων.
εκ των ων ουκ άνευ: χωρίς αυτό δε γίνεται, δηλ. απαραίτητη προϋπόθεση, λατ. sine qua non.
έκων άκων: με ή χωρίς τη θέλησή του.
ελιξήριο: (αραβ. al iksir) παρασκεύασμα αλχημιστών για να παρατείνει τη νεότητα.
ελέω θεού: με την έγκριση ή την ευλογία του θεού, πχ. ελέω θεού μοναρχία.
εναλλάξ: εκ περιτροπής.
ένθεν και ένθεν: και από τη μια και από την άλλη πλευρά, πχ ένθεν και ένθεν του ποταμού.
εν πλω: κατά την πλεύση.
ενταύθα: εδώ.
εντελέχεια: (εντελώς+ έχειν) ζωτική ορμή των όντων προς βελτίωση της φύσης τους, εξιδανίκευση, αυτοπραγμάτωση (αριστοτελικός όρος).
εν τη ρύμη του λόγου: στη ροή της ομιλίας.
εν χορώ: όλοι μαζί συγχρονισμένα.
εν χρω κεκαρμένοι: κοντοκουρεμένοι, στη ρίζα της τρίχας.
εξ απαλών ονύχων: από τη βρεφική ηλικία που τα νύχια του παιδιού είναι μαλακά, παιδιόθεν.
εξ απορρήτων: για τα απόρρητα, τα μυστικά.
έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν: επιτρέπεται στους Κλαζομένιους να κάνουν ασχήμιες, φράση με ειρ. νόημα από την αρχ. Σπάρτη, δηλ. ας λένε ή ας κάνουν ό,τι θέλουν, από αχρείους τι περιμένεις;
εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια: κρίνει τους άλλους με βάση τον εαυτό του.
έξις δευτέρα φύσις: η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση για τον άνθρωπο.
εξ οικείων τα βέλη: από μέσα, από δικούς του ανθρώπους δέχεται επικρίσεις ή επίθεση.
έξωθεν: από έξω, πχ. η έξωθεν καλή μαρτυρία.
εξώλης και προώλης: ο εντελώς διεφθαρμένος και κατεστραμμένος.
επαΐων: ο ειδικός για κάποιο θέμα, ειδ. για τα θέματα της ψυχής κατά Πλάτωνα.
έπεα πτερόεντα: λόγια του ανέμου, δηλ. ανυπόστατα.
επέκεινα: το μετά από εδώ, η αιωνιότητα (αριστοτελικός όρος).
επί ξυρού ακμής: στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ επώδυνη θέση.
έργω: με έργα, έμπρακτα.
έρεβος: το βαθύ σκοτάδι του κάτω κόσμου.
Ερινύες: γυναίκες απαίσιες στην όψη που κυνηγούσαν και τιμωρούσαν όσους διέπρατταν ύβρη.
Ερμαφρόδιτος: γιος του Ερμή και της Αφροδίτης με διπλή -ανδρική και γυναικεία- φύση, μτφ. αμφισεξουαλική φύση.
ερρίφθη ο κύβος: η απόφαση πάρθηκε, το ζάρι έπεσε, λατ. alea iacta est, ιστορική φράση του Ιούλιου Καίσαρα το 49 πΧ, όταν διέβη τον Ρουβίκωνα.
ερήμην: χωρίς να είναι παρών, εν τη απουσία του.
ερρέτω: ας χαθεί, στο διάβολο.
έρρωσο – έρρωσθε: να είσαι καλά – να είστε καλά.
έτερον εκάτερον: διαφορετικό το ένα από το άλλο.
ευ ζην: να ζεις καλά, ποιοτικά.
Ευμενίδες: καλότροπες Ερινύες, που έχουν εξευμενιστεί.

ζ
ζην επικινδύνως: η επικίνδυνη ζωή, λατ. pericoloso vivere.
ζώον φύσει πολιτικόν: ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως πολιτικό ον.
ζώπυρο: το προσάναμμα, το φρύγανο.

η
ήγουν: τουτέστιν, ήτοι, δηλαδή.
Ηγερία: η γυναίκα που εμπνέει έναν πολιτικό, έναν καλλιτέχνη, που του συμπαραστέκεται.
ήθος ανθρώπω δαίμων: η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του (Ηράκλειτος).
ηλίου φαεινότερον: ξεκάθαρο, ολοφάνερο.
Ηλύσια πεδία: ο παράδεισος των αρχαίων, ο τόπος των ηρώων και των ενάρετων.
ήμαρτον: αμάρτησα, συγνώμη.
Ηρόστρατου σύμπλεγμα: πυρομανία. Ο Ηρόστρατος είχε κάψει τον ναό της Εφέσου για να τον μνημονεύουν στην ιστορία.
ήρξατο χειρών αδίκων: άρχισε πρώτος να αδικεί.
ήσσονος σημασίας: μικρότερης σημασίας.

θ
θέσει: λόγω θέσης δηλ. ιδιότητας, το αντίθετο του φύσει δηλ. εκ φύσεως.
θεία δίκη: τιμωρία απ’ τον θεό.
Θέμις: θεά της δικαιοσύνης, εξού θεμιτό δηλ. δίκαιο και αθέμιτο δηλ. άδικο.
θρυαλλίδα: κυρ. φιτίλι, μτφ. έναυσμα.
θύραθεν παιδεία: η δυτική παιδεία, η προερχόμενη από τον Διαφωτισμό.
θωπεύω: χαϊδεύω απαλά, μτφ. καθησυχάζω.

ι
ιδιαζόντως ειδεχθές: αποτρόπαιο, αποκρουστικό (για έγκλημα).
ιδία βουλήσει: με τη δική του θέληση.
ίδωμεν: θα δούμε, ας περιμένουμε.
ιθύνοντες: οι έχοντες την ευθύνη, την αρμοδιότητα, πχ. ιθύνων νους.
ιστός της Πηνελόπης: εργασία που αργεί να τελειώσει σκόπιμα.
ισχύς εν τη ενώσει: η δύναμη είναι στην ένωση, στη συνεργασία.
ίτε παίδες Ελλήνων: εμπρός παιδιά των Ελλήνων (Αισχύλος, Πέρσες στ. 402).

κ
καθ’ έξιν: από συνήθεια, από επιρροή.
καθεστηκυία τάξις: το κατεστημένο, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της εποχής.
καθεύδειν υπό τον μανδραγόραν: κοιμάται βαριά από τη χρήση μανδραγόρα (ναρκωτικό των αρχαίων) μτφ. είναι στον κόσμο του.
καινά δαιμόνια: νέους θεούς, ανατρεπτικές απόψεις ή δοξασίες.
καιροί ου μενετοί: οι καιροί δεν περιμένουν, οι ευκαιρίες περνούν.
καλός κ’ αγαθός: ο ωραίος στο σώμα (γυμνασμένος) και ο ενάρετος δηλ. ο ανδρείος στην ψυχή.
Κασσάνδρα: μάντισσα κακών επών, κόρη του Πριάμου που δεν την πίστευαν.
κατάγω νίκην: κερδίζω νίκη, θριαμβεύω.
κατά κόρον: υπερβολικά.
κατ’ αρχάς: αρχικά, πρώτον…
κατ’ αρχήν: κατά βάσει, στα κύρια σημεία.
κατά συρροή: κατ’ εξακολούθηση.
κατά το δοκούν: κατά τη γνώμη του.
κατά το μάλλον ή ήττον: περισσότερο ή λιγότερο.
κατ’επίφασιν: φαινομενικά, αντ. του κατ’ ουσίαν.
κατ’ ευφημισμόν: αντίθετο της πραγματικότητας, μόνο κατά το όνομα.
κατ’ ιδίαν: ιδιαιτέρως, κατά πρόσωπο.
κεκλεισμένων των θυρών: με κλειστές πόρτες.
κεραυνός εν αιθρία: μεγάλη ανατροπή, ξαφνικό γεγονός, είδηση που έκανε πάταγο.
Κέρβερος: ο φύλακας που προκαλεί τον φόβο, απροσπέλαστος.
κλεινόν άστυ: η ένδοξη πόλη.
κλίνη του Προκρούστη: ο τρόπος βασανισμού, το μαρτύριο που προσαρμόζεται ανάλογα με το θύμα.
κοινή η τύχη και το μέλλον αόρατον: η μοίρα των ανθρώπων είναι κοινή και το μέλλον τους άγνωστο.
κοινός τόπος: σύνηθες.
κόλαφος: χαστούκι.
κόμη της Βερενίκης ή πλόκαμος της Βερενίκης: όμορφη βασίλισσα της Αιγύπτου που είχε πλούσια μαλλιά με τέτοια λάμψη που έγιναν αστερισμός.
κομίζω γλαύκα εις Αθήνας: δεν πρωτοτυπώ, δεν λέω τίποτα καινούργιο, η Αθήνα ήταν γεμάτη από κουκουβάγιες.
κόπρος του Αυγείου: τόπος γεμάτος ακαθαρσίες, δυσωδία, μτφ. βουνό τα προβλήματα.
κορυβαντισμός: εκστατικός χορός, ιερή μανία, από τους ιερείς της Ρέας ή Κυβέλης στη Φρυγία μτφ. έξαλλος ενθουσιασμός.
κουτί της Πανδώρας: μτφ. πηγή δεινών, κυρ. το κουτί που έκλεισαν οι θεοί όλα τα κακά, το έδωσαν στον Επιμηθέα να το φυλάει, αλλά το άνοιξε η γυναίκα του, η Πανδώρα, από περιέργεια κι ελευθερώθηκαν τα δεινά στον κόσμο. Έμεινε όμως μέσα η ελπίδα.
Κροίσος: κυρ. ματαιόδοξος βασιλιάς της Λυδίας, μτφ. πάμπλουτος.
κτήμα ες αεί: απόκτημα για πάντα.
κύκνειον άσμα: κυρ. επιθανάτια κραυγή του κύκνου, μτφ. τελευταίο έργο ενός δημιουργού.

λ
Λαβύρινθος: δαιδαλώδης κατασκευή, χωρίς αρχή και τέλος, μτφ. πολύ μπερδεμένη κατάσταση.
λάθρα: κρυφά
Λερναία Ύδρα: πολυπλόκαμο τέρας, προβλήματα που δεν έχουν τελειωμό, που πολλαπλασιάζονται.
λίαν: πολύ.
λίκνο: κυρ. η κούνια του βρέφους, μτφ. η γενέτειρα, ο τόπος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε πχ. η Αθήνα, το λίκνο της δημοκρατίας.
Λυδία λίθος: κυρ. μαύρη πέτρα που δοκιμάζουν την καθαρότητα του χρυσού, μτφ. η δοκιμασία.

μ
Μαινάδες: κατώτερες θεότητες των δασών, ακόλουθοι του Διονύσου, μτφ. γυναίκες αρπακτικές και επικίνδυνες.
μάντης κακών επών: μάντης κακών ειδήσεων.
μαρτύριο του Σισύφου: ατέλειωτο κι επώδυνο μαρτύριο.
μαρτύριο του Ταντάλου: αιώνια πείνα και δίψα.
Μέγαιρα: αρπακτική και βίαιη γυναίκα.
μείζονος σημασίας: μεγάλης σημασίας.
Μέντορας: ο συμβουλάτορας, ο πνευματικός καθοδηγητής.
μετά βδελυγμίας: μετ’ αποστροφής.
μετά παρρησίας: με το θάρρος της γνώμης, την τόλμη στον λόγο.
μεταξύ σφύρας και άκμονος: ανάμεσα στο σφυρί και το αμόνι, μτφ. σε πολύ δύσκολη κατάσταση.
μετ’ επιτάσεως: με ένταση, με έντονη αξίωση.
μέτρον άριστον: το μέτρο (η σύνεση, η εγκράτεια) είναι το καλύτερο.
Μήδεια: η παιδοκτόνος μάνα.
μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω: κανείς αγεωμέτρητος (μη σχετικός) να μην μπει (στη σχολή ενν.).
μηδέν άγαν: τίποτα πολύ, όλα με μέτρο στη ζωή.
μηδένα προ του τέλους μακάριζε: μην καλοτυχίζεις κάποιον πριν να δεις το τέλος (θάνατό) του.
μήλον της Έριδος: αιτία της διαμάχης.
μη μου άπτου: μη με ακουμπάς, μτφ. ακατάδεκτος, απρόσιτος, ευάλωτος, εύθραυστος τύπος.
μη μου τους κύκλους τάραττε: μη μου χαλάτε τα σχήματα (φρ. Αρχιμήδη), γεν. μη με ενοχλείτε.
μήνις: θυμός, οργή. 
μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας: να μην προτρέχει η ομιλία της σκέψης.
Μίδας: φιλάργυρος βασιλιάς, γεν. ο πάμπλουτος.
Μιθριδατισμός: ανοχή, εξοικείωση με ό,τι πριν θεωρούσαμε ιδιαίτερα επικίνδυνο.
μίτος Αριάδνης: η άκρη του νήματος που σε οδηγεί, το κουβάρι που ξετυλίγεται.
Μοίρες: ήταν η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος που μοίραιναν τα νεογέννητα βρέφη.
Μορφέας (αγκαλιά του Μορφέως): ο θεός ύπνος.
μούσα: οι 9 μούσες προστάτιδες τεχνών, μτφ. η γυναίκα πηγή της έμπνευσης κάποιου καλλιτέχνη.

ν
Νάρκισσος: ωραιοπαθής νέος, αυτάρεσκος.
Νέμεσις: θεία οργή.
νόστιμον ήμαρ: ημέρα επιστροφής στην πατρίδα.
νους υγιής εν σώματι υγιεί: το υγιές μυαλό προϋποθέτει υγιές σώμα (λατ. φρ. Γιουβενάλης).

ξ
ξενηλασία: ο διωγμός των ξένων από την πόλη.
ξένιος Ζεύς: ο φιλόξενος Δίας.

ο
ό γέγονε, γέγονε: ό,τι έγινε, έγινε.
όθεν: απ’όπου.
οιδιπόδειο σύμπλεγμα: η έλξη του αγοριού με τη μητέρα του, ο ισχυρός ψυχικός δεσμός της μάνας.
οικεία βουλήσει: με τη δική του θέληση.
οικεία κακά: δικές μας ενοχές, συμφορές.
οιονεί: σαν να λέμε, έτσι περίπου.
οιωνός: κυρ. πτηνό μτφ. καλό ή κακό σημάδι.
οίστρος: κυρ. αλογόμυγα, μτφ. έμπνευση.
όνειδος: ντροπή.
ό μη γένοιτο: μακάρι να μη γίνει αυτό.
όμοιος ομοίω αεί πελάζει: ο όμοιος με τον όμοιο κάνει παρέα.
ο νοών νοείτω: αυτός που μπορεί να καταλάβει, ας καταλάβει.
όπερ έδει δείξαι: αποδείχτηκε αυτό που έπρεπε να αποδειχτεί (Ευκλείδης).
όπου γη και πατρίς: κάθε γη είναι ο τόπος μας, η πατρίδα μας (Στωικοί).
όπου δει: όπου πρέπει.
ουαί τοις ηττημένοις: αλίμονο στους χαμένους.
ουδείς εκών κακός: κανένας δεν είναι κακός με τη θέλησή του (Σωκράτης).
ουδόλως: καθόλου.
ούκ εν τω πολλώ τω ευ: δεν είναι στα πολλά η ευτυχία.
οψόμεθα εις Φιλίππους: θα ιδωθούμε στους Φιλίππους, εκεί θα γίνει η τελική αναμέτρηση.

π
παίζομεν εν ου παικτοίς: παίζουμε με αυτά που δεν παίζουν δηλ. με πολύ σοβαρά θέματα.
Πακτωλός: μτφ. πηγή πλούτου, χρυσωρυχείο.
παλλάδιο: κυρ. ξόανο της θεάς Αθηνάς που έπεσε εξ ουρανού, μτφ. θεόδοτη σοφία.
πανάκεια: φάρμακο για κάθε νόσο, γιατρικό για όλα.
πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος: ο άνθρωπος είναι το μέτρο της αξίας των πραγμάτων.
παρά θιν’ αλός: στην ακρογιαλιά.
παρ’ αξίαν: χωρίς να το αξίζει.
πάραυτα: αμέσως.
παρ’ ελπίδα: χωρίς να το περιμένουμε.
πάρθιον βέλος: ύπουλο χτύπημα, αναπάντεχο.
πεμπτουσία: κυρ. το πέμπτο στοιχείο, ο αιθήρ, μτφ. το βασικό συστατικό, το απόσταγμα.
περαιτέρω: τα επόμενα
περί όνου σκιάς: κυρ. για τη σκιά του γαϊδάρου, μτφ. για κάτι εντελώς ασήμαντο.
πίθος Δαναΐδων: το πιθάρι χωρίς πάτο που γέμιζαν οι κόρες του Δαναού στον Άδη, γιατί σκότωσαν τους συζύγους τους τη νύχτα του γάμου τους, μτφ. ατέλειωτο μαρτύριο.
πνέω μένεα: έχω οργή, μεγάλο θυμό.
πνέει τα λοίσθια: είναι στα τελευταία του, ψυχορραγεί.
πόθεν έσχες: από πού το βρήκες, το απέκτησες.
πόρρω: μακριά
ποιείται την νήσσαν: κάνει την πάπια, προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει.
προς άγραν: προς αναζήτηση.
πρωτεϊκός: που αλλάζει μορφή, μεταμορφώνεται όπως ο Πρωτέας.
Πυγμαλίων: μυθ. ο έρωτας του γλύπτη για το τέλειο γλυπτό του. Νεοτ. Ο άνδρας που διαπλάθει τον χαρακτήρα της αγαπημένης του. Από το έργο του Μπέρναρ Σω «Ωραία μου κυρία».
πυξ λαξ: γροθιά και κλωτσιά.
πύρρειος νίκη: σημαντική νίκη αλλά με πολλές απώλειες, βαρύ τίμημα.

ρ
ραστώνη: νωθρότητα, ραθυμία.
ρέκτης: μεταρρυθμιστής.
ρήμα κενό: ανεκπλήρωτο, λόγος χωρίς ουσία-αντίκρισμα.

σ
σαρδόνιο χαμόγελο: πικρόχολο, ειρωνικό χαμόγελο.
σάτυρος: ακόλουθος του Διονύσου, τραγοπόδης, ερωτύλος μτφ. ερωτομανής, ακόλαστος.
σειληνοί: δαίμονες του δάσους σαν τους Κενταύρους και σατύρους.
Σειρήνες: γυναικείες θεότητες του νερού, σαγηνευτικές και επικίνδυνες για τη γοητεία τους.
Σίβυλλα: μάντισσα, πυθία και σιβυλλική ρήση είναι η αινιγματική, η μυστηριώδης.
Σκύλλα και Χάρυβδη: μυθ. τέρατα, που δεν μπορείς να αποφύγεις το ένα ή το άλλο.
σοφόν το σαφές: σοφία είναι η σαφήνεια.
Συβαρίτης: ο τρυφηλός, ο μαλθακός, εξ ου και συβαριτισμός δηλ. πολυτελής διαβίωση.
συλλήβδην: συνολικά, εν όλω.
συν Αθηνά και χείρα κίνει: μαζί με τη θεά Αθηνά, κούνα και συ το χέρι σου. Λέγεται για κάποιον που ενώ πνιγόταν στη θάλασσα, περίμενε να τον σώσει η Αθηνά, χωρίς να κάνει τίποτα.
συνημμένος: συναπτόμενος, συνοδευτικός.
συκοφαντώ: κακολογώ, δυσφημώ κάποιον χωρίς αποδείξεις.
Συμπληγάδες: στενό πέρασμα, πολύ επικίνδυνη δοκιμασία.
στεντόρεια φωνή: πολύ δυνατή φωνή. Στέντορας ομηρ. ήρωας.
Σφίγγα: μυθικό τέρας, μτφ. αυτός που δεν αποκαλύπτει τη σκέψη του, τα μυστικά του.
σφόδρα: πολύ.

τ
τα εν οίκω μη εν δήμω: αυτά που γίνονται στο σπίτι μας, δεν τα λέμε στον κόσμο.
τα εξ αμάξης: επικρίσεις, ύβρεις, χυδαιολογίες. «Τού ’συρε τα εξ αμάξης» φράση από την πομπή των Ελευσίνιων μυστηρίων που γυναίκες πάνω σε άμαξες περιέπαιζαν με σκώμματα το πλήθος.
τα καθ’ ημάς: τα δικά μας.
τα πάντα ρει: τα πάντα αλλάζουν.
Τάρταρα: η μυθική κόλαση, ο τόπος τιμωρίας για τους κακούς στα σκοτάδια του κάτω κόσμου.
τείνω ευήκοον ους: ακούω προσεκτικά, πρβ. στήνω αφτί ν’ ακούσω.
τηρουμένων των αναλογιών: σύμφωνα με το τι είναι ο καθένας ή το καθετί τι αντιπροσωπεύει.
Τιτάνες: μυθ. παιδιά του Ουρανού και της Γης, μτφ. πολύ δυνατοί, ανίκητοι, αθάνατοι.
τι μέλλει γενέσθαι: τι πρόκειται να γίνει.
τις αγορεύειν βούλεται; ποιος θέλει να μιλήσει;
τι τέξεται η επιούσα; τι θα γεννήσει (φέρει) η επόμενη μέρα;
το αιρείν και αιρείσθαι: το να εκλέγεις και να εκλέγεσαι.
το γίγνεσθαι: η εξέλιξη, η πραγματικότητα του κόσμου και της ζωής.
το δέον είναι: αυτό που επιβάλλεται κατά περίπτωση, το πρέπον.
το δις εξ αμαρτείν ουκ ανδρός σοφού: κάποιος που κάνει το ίδιο σφάλμα δυο φορές δεν είναι σοφός.
το μη χείρον βέλτιστον: το ελάχιστο κακό είναι καλό.
το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον: είναι αδύνατο να αποφύγεις τη μοίρα σου.
το ποιόν: η ποιότητα, η αξία.
τουτέστιν: δηλαδή.
τραγέλαφος: αλλόκοτο, αφύσικο, αλλοπρόσαλλη κατάσταση.
των οικιών ημών εμπιμπραμένων ημείς άδομεν: τα σπίτια μας καίγονται κι εμείς τραγουδάμε.
τω όντι: πράγματι.

υ
ύβρις: αλαζονεία, ασέβεια.
υμέναιος: το τραγούδι του γάμου.
υπερέβη τα εσκαμμένα: ξεπέρασε τα όρια.
υπό την αίρεσιν: με την επιφύλαξη, υπό την προϋπόθεση.
υπό μάλης: κάτω από τη μασχάλη, στρατιωτικό παράγγελμα.
υπό την αιγίδα: υπό την προστασία.
υπό την επήρεια: κάτω από την επίδραση, τον επηρεασμό.

φ
φαίνεσθαι: η εικόνα, η εξωτερική εντύπωση.
φανάρι του Διογένη: ο κυνικός Διογένης έψαχνε τους ανθρώπους με το φανάρι (ειρ.) λέγοντας «άνθρωπο ζητώ!».
φάσκω και αντιφάσκω: λέω και ξελέω.
φαύλος κύκλος: κύκλος που δεν κλείνει ποτέ, ατέλειωτη κατάσταση.
φενάκη: κυρ. περούκα, μτφ. απάτη.
φερέφωνο: υποχείριο, ενεργούμενο.
φευ: αλίμονο.
φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας: να φοβάστε τους Έλληνες ακόμα κι αν σας φέρνουν δώρα.
φρυκτωρίες: αρχ. αναμμένοι δαυλοί για τη μετάδοση μηνυμάτων.
φύρδην μίγδην: ανακατωμένα, σε ακαταστασία, σε σύγχυση.
φύσει και θέσει: είναι δικαιωματικά και από τη φύση του και από την ιδιότητά του.

χ
χαμαιλέων: αλλάζει χρώμα ανάλογα με το περιβάλλον, αυτός που προσαρμόζεται σε όλα.
χαίνουσες πληγές: ανοικτές πληγές.
Χίμαιρα: μυθ. φοβερό τέρας, αλλόκοτο, υβριδικό πλάσμα. Χιμαιρικός είναι ο ανύπαρκτος, ο απραγματοποίητος.
χορεία: σύνολο προσώπων, πρβ. χορός γερόντων.
χρόνου φείδου: να λυπάσαι τον χρόνο σου, λατ. carpe diem.
χρυσούς αιών: ιδανική εποχή.
χύδην όχλος: ο αμόρφωτος, άξεστος λαός, η άναρχη μάζα.

ψ
ψέγω: κατηγορώ.
ψήγμα: υπόλειμμα μετάλλου - χρυσού, μτφ. μικρό κομμάτι, ελάχιστο δείγμα.(πχ ψήγματα αλήθειας).
ψηλαφίζω: αγγίζω απαλά με τα δάκτυλα, ψαύω.
ψιμύθιο: πούδρα προσώπου, φτιασίδι.
ψιχίο: ψίχουλο, ασήμαντο.
ψυχοπομπός Ερμής: ο Ερμής που συνοδεύει τις ψυχές και τις παραδίδει στον Χάροντα.

ω
ώδινεν όρος και έτεκε μυν: μετ. κοιλοπονούσε το βουνό και γέννησε ποντίκι, μτφ. για κάποιον που ενώ υπόσχεται μεγάλες αποκαλύψεις ή δίνει μεγάλες υποσχέσεις, αυτές αποδεικνύονται ασήμαντες ή αστείες.
ως δέλεαρ: κάτι για να τον δελεάσει, μτφ. ισχυρό κίνητρο.
ωσεί παρών: σαν να ήταν εκεί, δηλαδή απουσίαζε.
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ: πόσο χαριτωμένος είναι ο άνθρωπος, όταν είναι πραγματικά άνθρωπος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου