Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Ποιήματα για τ' αγάλματα


                     Ποιήματα για τα αγάλματα 


1. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης «Ενώπιον του αγάλματος του Ενδυμίωνος

Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ' αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών - θυσίας και σπονδάς - τω Ενδυμίωνι,
από την Αλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.-
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ' ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν. 

* Ο Ενδυμίων ήταν ένας πολύ όμορφος νέος, υιός του Δία, που τον είδε και τον ερωτεύτηκε η Σελήνη. Γι΄αυτό τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ στο σπήλαιό του και για να μην τον χάσει παρακάλεσε τον Δία να του χαρίσει την αιώνια ομορφιά κρατώντας τον για πάντα νέο. Έτσι ο Δίας τον έκανε να κοιμάται αιώνια, χωρίς να χάνει την ομορφιά του και τη νεότητά του. Ο ύπνος αυτός έμεινε παροιμιώδης. 

                                  
2. Κωνσταντίνος Καβάφης «Ιωνικόν»,

Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των*,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμόσφαιρά σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των˙
και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
                                      [1911]

* Αναφέρεται στην περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου (379-395 μΧ) που συνοδευτηκε από ακρότητες εναντίον των Ελλήνων (384 μΧ), οι οποίοι θεωρούνταν εθνικοί δηλ. ειδωλολάτρες και τις μεγάλες καταστροφές αρχαίων ναών και αγαλμάτων από φανατικούς μοναχούς και οπαδούς της νέας θρησκείας. Ο Μ. Θεοδόσιος είχε αναγνωρίσει τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους το 380 μΧ και απαγόρευσε με ποινή θανάτου το 392 μΧ την πίστη και τη λατρεία των αρχαίων θρησκειών. 



3. Γιώργης Παυλόπουλος, «Το άγαλμα και ο τεχνίτης »

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια*
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά σιγά σε κένταυρο.

Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.

Από την ποιητική συλλογή "Τα Αντικλείδια" 


*Δηιδάμεια: Πανέμορφη νύμφη, γυναίκα του Πειρίθου, βασιλιά των Λαπιθών, λαού της Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τον μύθο οι Κένταυροι, τη μέρα του γάμου του βασιλιά με τη Δηιδάμεια, μέθυσαν και προσπάθησαν να απαγάγουν τις γυναίκες των Λαπιθών. Έτσι ξέσπασε η Κενταυρομαχία με τους Λαπίθες να υπερτερούν τελικά των Κενταύρων. Τη Δηιδάμεια πόθησε ερωτικά ο Κένταυρος Ευρυτίων και αυτό το σύμπλεγμα αναπαριστά η σκηνή στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, που ενέπνευσε τον ποιητή. Πάντως ο Παυλόπουλος αξιοποιεί σκηνοθετικά κι έναν άλλο μύθο, αυτόν του Πυγμαλίωνα, που ερωτεύτηκε το γλυπτό του, οπότε στην ερωτική συνύπαρξη της σκηνής που περιγράφει, υπονοείται ο ίδιος ο γλύπτης του αγάλματος της Δηιδάμειας.
    

4. -Κική Δημουλά, «Βρετανικό μουσείο»
(Ελγίνου μάρμαρα)

Στην ψυχρή του Μουσείου αίθουσα
την κλεμμένη, ωραία, κοιτώ
μοναχή Καρυάτιδα.
Το σκοτεινό γλυκύ της βλέμμα
επίμονα εστραμμένο έχει
στο σφριγηλό του Διονύσου σώμα
(σε στάση ηδυπαθείας σμιλευμένο)
που δυο βήματα μόνον απέχει.

Το βλέμμα το δικό του έχει πέσει
στη δυνατή της κόρης μέση.
Πολυετές ειδύλλιον υποπτεύομαι
τους δυο αυτούς να 'χει ενώσει.
Κι έτσι, όταν το βράδυ ή αίθουσα αδειάζει
απ' τούς πολλούς, τούς θορυβώδεις επισκέπτες,
τον Διόνυσο φαντάζομαι
προσεκτικά απ’ τη θέση του να εγείρεται
των διπλανών γλυπτών και αγαλμάτων
την υποψία μην κινήσει,
κι όλος παλμό να σύρεται
τη συστολή τής Καρυάτιδας
με οίνον και με χάδια να λυγίσει.

Δεν αποκλείεται όμως έξω να 'χω πέσει.
Μιαν άλλη σχέση ίσως να τούς δένει
πιο δυνατή, πιο πονεμένη:
Τις χειμωνιάτινες βραδιές
και τις εξαίσιες του Αυγούστου νύχτες
τούς βλέπω,
απ' τα ψηλά να κατεβαίνουν βάθρα τους,
της μέρας αποβάλλοντας το τυπικό τους
με νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα
τους Παρθενώνες και τα Ερεχθεία που στερήθηκαν
στη μνήμη τους με πάθος ν’ ανεγείρουν.

Από την ποιητική συλλογή Έρεβος (1956)



5. Κική Δημουλά, «Ορισμοί »

Μ’ αρέσουνε οι διάφοροι θεοί
που συναντώ στα πάρκα, στα μουσεία,
και στων σπιτιών τους κήπους,
πάλαι ποτέ θεοί και τώρα τέχνη,
γνώσις μυθολογίας κι εξωραϊσμός.

Έτσι κι εσύ, θεά Αφροδίτη.
Σε συναντώ χρόνια τώρα,
μόνη, κατάμονη,
γωνία Κοδριγκτώνος και Κυψέλης
-μια διασταύρωση θνητών-
σ’ ενός σπιτιού τον κήπο,
ελάχιστον, όσο για να χωράει
το ξάφνιασμα που προκαλείς
κι ένα φυτό αναρριχώμενο που,
όταν του βάζει λόγια ο ήλιος,
σου αφήνει
μικρά σημάδια από σκιά
στο σχήμα και στο μέγεθος του φύλλου.

Και τώρα ήρθε πια η στιγμή,
Θεά Αφροδίτη, να μιλήσουμε
σαν ίσος προς ίσον. Θέλω να πω
σαν άγαλμα προς άγαλμα. Λένε η Γη πως στρέφεται
περί τον πολυμήχανο άξονά της,
κι εκείνος μέσα μας.

Για να το καταλάβεις,
άξονας ή μοίρα
είναι αυτό που συνετέλεσε
ώστε να κουβεντιάζουμε τώρα οι δυο μας
σαν ίσος προς ίσον:
σαν άγαλμα προς άγαλμα.

Στρέφεται, λες ένα στρογγυλό
επίμονο κυνηγητό
της νύχτας πίσω από τη μέρα,
κι έτσι τελεσφορούν τα εικοσιτετράωρα.
Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων,
Θεά Αφροδίτη, ή και του χρόνου.

Χρόνος είναι
ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει.
Διαιρείται σε στιγμές.
Στιγμή είναι, βέβαια,
ένα τίποτε του χρόνου.
Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα,
Θεά Αφροδίτη.
Κι εκτός που διαιρείται σε στιγμές,
εκτός που τις μεγάλες ιστορίες
στο έλεος της μνήμης τις αφήνει,
απαραιτήτως διαιρείται
(όπως ίσως σου έδειξε
το αναρριχώμενο φυτό)
σε τέσσερις μεγάλες εποχές:
στο χειμώνα, στην άνοιξη
στο καλοκαίρι και, τέλος,
στο περίλυπο φθινόπωρο,
που υπερασπίζεται πολύ τ’ αγάλματα
και κάποιους φθινοπωρινούς ανθρώπους.
Φθινοπωρινοί άνθρωποι
είναι αυτοί
που κουβεντιάζουνε μαζί σου
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Εις επήκοον της μοναξιάς.
Μοναξιά δε είναι, Θεά Αφροδίτη,
αυτή που φαίνεται στο βάθος:
πίσω ακριβώς κι από τις δυο μας.

Από την ποιοτική συλλογή Επί τα ίχνη (1963)

 
 
6. Οδυσσέας Ελύτης «Άξιον εστί»

Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε,
τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν,
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει Την ύλη ο καιρός, τόσo βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝEKPΩN ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩN ΒΡAXΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!


 
7. Γιάννης Ρίτσος «Ο τόπος μας»

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.  
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου